Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Φωνές και ψίθυροι

Σαματάς μεγάλος στο χωριό,απόψε το τρανό το πανηγύρι .
Στολίστηκαν γιρλάντες , πολύχρωμα πανιά, 
οι μουσικές φόρεσαν  ρούχα γιορτινά ξεχύθηκαν 
στους δρόμους ,να παίξουν σαν παιδιά που η γνώση τους 
ακολουθεί το άγγιγμα και το άδολο φιλί. 
Απ τις παράτες οι φωνές ντουντούκες δέσανε τραγούδια 
και ο χορός αρμένιζε στα λιμανάκια της φωτιάς 
και στ άσπαρτα λουλούδια. Νότες του δώσανε ζωηρές 
να καβαλούν το άτρομο , το γελαστό καμάρι 
της δύναμης θεριό και του ουρανού λυχνάρι .
Σταμάτησε κι ο κορβανάς να κουδουνίζει το πουγγί , 
ήθελε να ταν ένα αυτός με ότι να συμβεί κι ύστερα θα βλεπε,
πως στον πηγαιμό θα πορευτεί .
Περαστικές κάποιες ελιές λευκά ζύγωναν την πλατεία 
μα ο ίσκιος τους τόσο μικρός και λιγοστός πως να απλώσει δίχτυ
στο χωριό να δέσει ήλιος λαμπερός και να φανεί 
απ το λάδι τους ,το ξάγναντο της κουπαστής.
Της γόνιμης κόρης που απ το κουκούτσι αμύγδαλο 
κι απ τη δροσιά τη ζεστασιά φόραγε πανωφόρι . 
Με βήματα θροΐσματα σαν απαλό μελτέμι,φάνηκαν ψίθυροι
με πλεξουδάκια τα μαλλιά κι αντί για λάβαρο μπροστά 
στήσανε λύρα και απ το καρφί της κεφαλής 
φτιαγμένο μενταγιόν της γης .
Χορός τρελός που αρχινά κι όλοι μαζί με βήματα διπλά 
γυρίζουν το φουρό,με παντελόνια που γελούν και φορεσιές 
που ακροβατούν.Γέλια τραγούδια και λαλιές γέμισε ρίζες 
ο μπαξές μα οι φωνές οι δυνατές τρόμαζαν τις τριανταφυλλιές, 
φυσούσαν τα κρίνα , γερνανε τους κατιφέδες που το χορτάρι 
τους μικρό έσκυβε μέσα στο χώμα να πιει λίγο νερό.
Ξάφνου αγροίκος ξύπνησε ουρανός κι άρχισε να πετάει 
γεμάτα σύννεφα πιοτί να ξεθυμάνει την γιορτή
που άγουρα τον ξύπνησε κι ούτε το όνειρο δεν πρόλαβε να δει. 
Βρόντηξε απ τις τσέπες του τις αστραπές 
έκαψε τις μουριές στα δυο χώρισε η μηλιά κι έκλαιγε η κερασιά .
Φύγετε έσπρωχναν τους ψίθυρους οι φωνές,είστε μικροί
κι ανίδεοι θα το παλέψουμε εμείς που χουμε σθένος και ορμή .
Τρεχαλητό με πάτημα ζωηρό μια από εδώ μια από κει τελάληδες 
που κυνηγούσαν την βροχή στη χούφτα τους για να κλειστεί .
Κουράστηκαν λαχανιασμένα να μιλούν κι έπεσαν να 
αποκοιμηθούν.Η αλαζονεία είχε ρθεί στη λάσπη για να φυτευτεί. 
Οι ψίθυροι δεν κούνησαν παρά την προσταγή βγάλαν τραγούδι
σιγανό,λάβδανο να γιάνουν τις πληγές στων δέντρων τις ουλές 
Σκάψαν αυλάκια να βρει το δρόμο το νερό για το φευγιό 
Κι ύστερα φύλλα που σέρνονταν στη γη τ αγκάλιασαν 
μη θάνατος τα βρει. Δέσανε μια νότα αψηλή ,σκεπή να γίνει 
στο χωριό και με ένα άλμα τους γεμάτο πείσμα και στανιό
γράψαν στο χώμα το μπορώ. 
Σταμάτησε ο ουρανός σαν είδε πως κάτι φωνούλες μια σταλιά 
ύψωσαν μπόι με καρδιά . Γοργά με βήματα μικρά δώσανε 
χάδια στις φωνές,ξύπνημα να χουνε γλυκό πως τίποτα περίσσεμα
δεν έχει το χωριό αυτό .
Δεν εχει μήτρα που γεννά ψυχή ,που παίρνει απόσταση από γη !



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου