Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Μεγάλη Δευτέρα

Μεγάλη Δευτέρα
Ετούτη η εβδομάδα βουνό της φαινόταν 
σαν απολογισμός του κόσμου που μόνο δάκρυα
της έφερνε. Θυμόταν τα μικράτα της
κι έμπαιναν στα μάτια της τόσα πεινασμένα,
σκονισμένα παιδιά που θαρρείς ένοχη αισθανόταν 
που κείνη γελούσε κι έπαιζε με την πάνινη μπάλα
στην αυλή με τους βασιλικούς .
Πονούσε που από κεινα τα τσουρέκια της μαμάς
με το μοσχοβολιστό Χαλέπι δε μπορούσε να ταΐσει,
τα λυπημένα στόματα 
Θυμόταν τα κεριά της εκκλησιάς που τόσο μικρή
σαν ήταν καθώς άναβαν οι φλόγες τους 
ζέσταιναν θαρρείς την πλάση ολάκερη . 
Όχι πως ήταν της εκκλησίας της πίστης ήταν . 
Κείνης που προσπαθούσε να δει έναν καλύτερο άνθρωπο . 
Όχι αναβοντας μανουάλια μήτε χαρίζοντας 
χρυσά και ασημένια σκουλαρίκια ή πλουτίζοντας το παγκάρι
με πουγγιά να γεννηθεί το θάμα . 
Κείνη να από το ζυμωτό ψωμί και λίγα αυγά φρεσκοβγαλμενα
από τη φωλιά θα δωνε στην κυρα Αφροδίτη .
Μεγάλη γυναίκα και μονάχη της πως ήταν,
πάντα στο νου την είχε .
Θυμόταν τόσες χαρές στην αυλή ,γέλια σφιχταγκαλιασμένα
Τουρκοι , Έλληνες, Κούρδοι μα μια γλώσσα τους έδενε
αυτή της καρδιάς . Από ένα πιάτο ο παστουρμάς , 
κι εκείνο το τσιμενι του το στόμα του άνοιγε να κάψει
κάθε ξένο . Καθώς άκουγε στο ράδιο τις ειδήσεις ολα χωριστά.
Χωριστά άνθιζαν τα χώματα κι αυτό κινίνο στα χείλη της έπεφτε.
Θυμόταν την μάνα τον πατέρα που έφυγαν λέει,
μα κείνοι να που ακόμη και σ αυτά τα μικρά ξυλίκια
της ρίγανης ήταν που κρατούσε στα δάχτυλα ,
καρτέρι της να χυθούν στο γιαουρτ τσορμπά 
να νοστιμίζουν το λάρυγγα .
Αχάριστη δεν ήταν είχε τα παιδιά τα εγγόνια ,
κείνες τις ζεστές πεταλούδες που ακόμα 
και στην παγωνιά έφτανε μια αγκαλιά να σβήσει το μαγκάλι 
απ τη φωτιά τους . Είχε τον Νίκο που μέσα απ την ανημποριά του
τόσα χωρατά της έλεγε και πως γελούσε παναγία μου .
Όχι κανένα παράπονο απ την ζωή δεν είχε . 
Ότι πέρασε δικός της δρόμος ήταν κι αυτός σπυρί σπυρί
μεγάλωνε την ομορφιά του . 
Μα τούτη η εβδομάδα σκληρή γινόταν καθώς στο παζάρι
συναντούσε στα καλάθια λογής λογής κοπίδια . 
Πλούτο και υποκρισία , σκυμμένες ψυχές δουλικά 
προετοιμασμένες κι ανήμπορες να σηκώσουν τους σταυρούς. 
Πως γίνανε τόσοι που να πρωτο κοιτάξει κι ο ουρανός . 
Μάτωνε τούτη η βδομάδα ,μάτωνε τους συλλογισμούς της καρδιάς. 
Μα πάλι και με βρεγμένα μάτια γελούσε .
Ίσως να ταν ,τούτο το χελιδόνι που κουβαλούσε την άνοιξη,
το μωρό στο μπαλκόνι που έπαιζε με τα αυτοκινητάκι του,
η πασχαλίτσα που κοβε βόλτες στην κουρτίνα ,
το ακάλεστο αηδόνι που θρονιάστηκε στο δέντρο
ίσως η Αθηνά που την κοιτούσε και ίσως... να της έμοιαζε!  

4 σχόλια: