Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Η μιλιά της παπαρούνας

Πόσο με κούρασες,ανεβοκατεβαίνω κάθε μέρα 
τα σκαλιά σου κι εσύ ούτε ένα καινούργιο χαλίκι,
μήτε μια φυλλωσιά βρε αδερφέ να πετάγεται 
απ το πουθενά φυσώντας απ την αρχή .

Μονολογώντας ξεκίνησε να χτενίζει τη μέρα του, 

σήμερα ο Ανδρέας.Αφού δεν άλλαζε λοιπόν το σοκάκι
θα άλλαζε δρόμο αυτός.Κει πέρα λίγο απ την ματιά του,
το δρομάκι που έβγαζε στο χωράφι του
έσταζε πέτρινες θαρρείς αγκυροβολημένες γωνιές
Μα ανάμεσα τους φτέρωνε ο κισσός σαν άλλο 
χορτάρι
με πόδια που σκαρφάλωνε να πιάσει κουβέντα μ ' ουρανό.

Γελούσαν στο βήμα του κάτι μικρά κιτρινωπά
αγριολούλουδα που τον έβλεπαν να προσέχει
την πατημασιά μη τα πλακώσει το χνάρι του


Στο διάβα του συνάντησε ένα τσούρμο παπαρούνες
λυγιστές και με νάζι σκερτσόζικο του γνεψαν 

καλημέρα .. κουνώντας τα φύλλα
Ε! κοπελιές θα μου σκάστε ένα χαμόγελο τις φώναξε
Μια τους που αρχηγός φαινόταν κοντοστάθηκε
με ύφος επιμελητή έτοιμη να κουνήσει τη βίτσα


Α!! να σου πω . Περίεργοι που είσαστε οι άνθρωποι
Ζητάτε χαμόγελα , μυρουδιές , φορέματα να αλλάζουμε
της ομορφιάς κι εσείς τι;
Απλώνεστε στο που θα φυτευτεί ο πανσές
που θα κουρνιάσει ο βασιλικός που θα χωρέσει η λεμονιά
δίχως να σκέφτεστε ποτέ πως έχουμε ανάσα και μιλιά
Για δες τόση γη όμορφα που μας δένει .
Καμιά φορά κάτι ζιζάνια φυτρώνουν ανάμεσα μας
μα βγαίνοντας στην αυλή της αυγής πιάνουμε

το κουβεντολόι κι όλα περνούν. 
Λύνονται οι κόμποι με το μίλημα τ ακούς;
Κοίτα τον αγέρα ελεύθερος ειναι .
Τη θάλασσα..κυλά δίχως να στέκεται στις φουρτούνες. 

Φιλιώνει στον ήλιο αγκαλιάζει τη βροχή ,
θρέφεται στη ζεστασιά του καλοκαιριού , 

γελά με τα αρμυρίκια.

Αμίλητος , σκεπτικός ο Ανδρέας έμεινε 

να παρακολουθεί τα λόγια της.Τούτη την ώρα 
σφύριζε στα αυτιά του η αχνιστή φωνή της Αθηνάς .
Τα λυπημένα μάτια της βούιζαν μες το νου του.
Την άρπαξε απ τα μούτρα το πρωί . 

Και τι του ζήτησε ένα χαμόγελο
Μα κείνου οι σκοτούρες βαριά καθόταν στα χείλη του .
Μα μήπως ήξερε η δόλια ; μπααα όλα δικά του τα ήθελε
και κοίτα τώρα μια παπαρούνα τόσα του είπε.


Χάιδεψε τα φύλλα της μικρής κυράς 

κι έτσι κόκκινη πως ήταν γέμισε το τσεπάκι της καρδιάς 
γρήγορους χτύπους .

Γύρισε πίσω με ένα τρεχαλητό να του τυλίγει τα πόδια
Η Αθηνά σκούπιζε την αυλή . Απορημένη τον κοίταξε . Ανδρέα !!
Μήτε την άφησε να πει λέξη . Ένα φιλί του σφράγισε 

το στόμα κι αμέσως μετά φωτεινά τα χείλη του 
κέρασαν το χαμόγελο .
Φτιάξε ένα καφέ Αθηνά κι έλα να τον πιούμε παρέα
τα ανείπωτα να ειπωθούν . 

Α ! τι όμορφα μοιράζεται ο καφές !

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου