Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Δρόμοι και δρόμοι

Κάποτε θα καταλάβεις ,ήταν οι μόνες λέξεις 
που βγήκαν απ το στόμα της 
κι έτσι ησυχα κι απλά τον χαιρέτησε .
Καλοτάξιδος νάσαι φίλε μου 
στα ανοιχτα σου μονοπάτια .
Δυσκολο πραγμα να μιλήσεις 
Έτσι ήταν η Γιώτα σιωπηλά κι αθόρυβα 
τα βήματα της. Ετσι ηταν κι οταν 
άνοιξε την πόρτα της  διχως δευτερη σκεψη . 
Μετρούσε συμπεριφορές .Αλλαζονεία , ψέμα 
Χριστέ μου πόσο ψέμα κι απέραντη υποκρισία 
Μια μάσκα για κάθε ανθρωπο κι ανάλογα τα αυτιά 
οι νότες της μουσικής . Φίλοι και φίλοι λοιπόν 
αλλα σκαλια για να δουν και να φυγουν
κι αλλα αληθινα να σ αγκαλιάσουν
Τρόμαξε κι έτσι σιγά σιγά 
απλωνε το βήμα της στις παπαρούνες .
Εκει ανάσανε . Θυμόταν τα λόγια του Πατέρα 
να συγχωρεις για να μπορεις να προχωράς . 
Τον πρωτο καιρό της φαινόταν αδιανόητο 
πως να συγχωρήσει τόσο κακό κι ακόμα
κι αν συγχωρούσε ,πως να συγχωρούσε
τον εαυτό της που το επέτρεψε . 
Ο χρόνος όμως της έδειξε τις μυγδαλιές
που πλαι της φυτούσαν,εκεινα τα ροδοκόκκινα 
μάγουλα που κάθε μέρα μαζί της γελούσαν, 
τις μικρές πορτοκαλιές που γευονταν γύρω της
τον ίδιο ζωμό στα χείλη. 
Κι εκεινοι οι πλάτανοι , στημένοι χρόνων φιλίες , 
γέλια και καμώματα του καιρού,που δίπλωναν
την κάθε ώρα του φεγγαριου στη σκέψη 
της καρδιάς της .
Η Γιώτα θυμήθηκε , θυμήθηκε τα λόγια 
της γιαγιας της. Μπένιμ κιζ (κορίτσι μου )
μήτε οι τίτλοι μήτε το άκομψο μπόι 
χωράνε στην καρδιά. Αιμα και χτύπο να χει 
να λαχταρουν οι φλέβες στο αντάμωμα .
Άρπαξε στα χέρια κείνο το κιτρινισμένο βιβλίο,
του χαμογέλασε,να πας στο καλό του είπε 
μα τα ράφια μου γεμάτα ειναι απο πολύχρωμες
σελίδες και κείνες οι λευκές περιμένουν 
κεινα τα νιούτσικα βλαστάρια να γεννηθούν. 
Άνοιξε το συρταρι κι εχωσε το βιβλίο στα περασμένα. 
Μονάχα μου δίδαξες σε ευχαριστώ. 
Ενα σπουργίτι βάδιζε κορδωμένο στο μπαλκόνι 
λες κι ειχε κατακτήσει τον κόσμο κουνώντας
την ουρά του απο πλακάκι σε πλακάκι .
Τα λίγα σουσαμένια ψίχουλα στο πιατακι 
που βρισκόταν στη γωνιά του μπαλκονιού 
λουκούλλειο γεύμα στο τραπέζι του .
Το κεφάλι του πέρα δώθε να ερμηνεύει
τον ουρανό  Στα σύρματα απ το κολώνα της Δεη 
ισορροπούσε με τους μικρους της μίσχους 
μια μικρή παρέα . Σαν μικροί συνομώτες χαμήλωσαν 
το βλέμμα και το σπουργίτι του μπαλκονιού 
ψήλωσε τα μάτια. έφτασε μια στιγμή να δει η Γιώτα 
τα μυτερά τους στόματα στο ίδιο πιάτο . 
Άραγε να καταλάβαιναν πόσο πολύτιμος 
ειναι ο φίλος που τους πρόσφερε απ το φαγητό του; 
Μα και μήπως το ένιαζε το κανε γιατι τόθελε .
Αυτό λοιπόν ηταν το νόημα . Η μοιρασιά 
και το πόσο όμορφα ενιωθε εκείνο που μοιραζόταν 
Ενα μικρό χελιδόνι πέταξε μέσα της . 
Γέλασε μουρμουρίζοντας. Πόσο δίκιο είχες Πατέρα !


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου