Σίμωναν πάλι κείνες οι στολισμένες μέρες
που στα χέρια τους φυσούσαν
τα λαμπιόνια του χρόνου
κι ανέμιζαν οι παπαρούνες
στα φύλλα του χειμώνα
Μονάχα αυτό θα έμενε και τούτη τη φορά
τυλιγμένο στα κλαδιά της αράχνης
με μισοτελειωμένα σχήματα καπνού .
Τα πόδια του δεμένα με συρματόπλεγμα
στο χώρισμα του σύνορο που βάφτιζε τα όρια του
Δυό βήματα πιο κει τα αδέρφια του καμάρωναν την φορεσιά τους
κόρδωναν τα κλαδιά τους να πιάσουν
τα δάχτυλα του ουρανού .
Πόση λύπη αισθανόταν .
''Το στοιχειωμένο δέντρο'' έτσι το φώναζαν
κι εκείνο ανήμπορο να μιλήσει δεχόταν
την απαξίωση των μεγάλων , την περιφρόνηση
των φορτωμένων κλαδιών , τον οίκτο
του περαστικού αέρα που απλά περιπλανώμενος
ξεχνιόταν.στο δέρμα του.
Να ...χτύπαγαν οι καμπάνες και τα κουδουνάκια
των γύρω του ξεσήκωναν ακόμη και το χώμα
παίζοντας γύρω από το δάσος .
-Να σπαγα το συρματόπλεγμα σκέφτηκε
μα πάλι πως .. τα κλαριά του ευλύγιστα γέρναν
και τα φύλλα του ζέστη κρατούσαν
πως να γενούν λεπίδια;
Άκουσε ο ουρανός τον λογισμό κι η πίκρα στάθηκε στα χείλη.
Κάλεσε τη βροχή να σβήσει το λιοπύρι
που του καιγε τα σωθικά , να στάξει το φιλί της
να δροσιστούν τα χείλη του ..χρόνια ήταν στεγνά ,
κι ύστερα πρόσταξε την αστραπή να πέσει με ορμή
το σύρμα να κοπεί . Φύσηξε και τ αγέρι
και σκόρπισε γλυκιά πνοή ζωντάνεψε η ανάσα
και τρέχει σαν ελάφι την ομορφιά του
μ όλη τη γη να μοιραστεί .
Άνθισαν τα πνευμόνια του μικρές φωνές
στήναν γιορτή , γέλια παιδιών στόλιζαν τα κλαδιά του
πετάγονταν τα λόγια τους γιρλάντες που κύκλωναν
τις φυλλωσιές κι ανέμιζαν μικρές χαρές .
Ανέλπιστα τα αστέρια σαν χτένια μπήκαν στα μαλλιά
κι άνοιξαν περιστέρια τα φτερά κοιτώντας το να γελά
Μονάχα τότε πρόσεξε το κόκκινο αστέρι
που ασύνορα στους ουρανούς γελά και περπατά .
Κι ήταν κείνο που του ψιθύρισε '' να χεις αγάπη στην καρδιά''
'' Ενας ουρανός ο κόσμος κι οι άνθρωποι τα αστέρια του''
τα λαμπιόνια του χρόνου
κι ανέμιζαν οι παπαρούνες
στα φύλλα του χειμώνα
Μονάχα αυτό θα έμενε και τούτη τη φορά
τυλιγμένο στα κλαδιά της αράχνης
με μισοτελειωμένα σχήματα καπνού .
Τα πόδια του δεμένα με συρματόπλεγμα
στο χώρισμα του σύνορο που βάφτιζε τα όρια του
Δυό βήματα πιο κει τα αδέρφια του καμάρωναν την φορεσιά τους
κόρδωναν τα κλαδιά τους να πιάσουν
τα δάχτυλα του ουρανού .
Πόση λύπη αισθανόταν .
''Το στοιχειωμένο δέντρο'' έτσι το φώναζαν
κι εκείνο ανήμπορο να μιλήσει δεχόταν
την απαξίωση των μεγάλων , την περιφρόνηση
των φορτωμένων κλαδιών , τον οίκτο
του περαστικού αέρα που απλά περιπλανώμενος
ξεχνιόταν.στο δέρμα του.
Να ...χτύπαγαν οι καμπάνες και τα κουδουνάκια
των γύρω του ξεσήκωναν ακόμη και το χώμα
παίζοντας γύρω από το δάσος .
-Να σπαγα το συρματόπλεγμα σκέφτηκε
μα πάλι πως .. τα κλαριά του ευλύγιστα γέρναν
και τα φύλλα του ζέστη κρατούσαν
πως να γενούν λεπίδια;
Άκουσε ο ουρανός τον λογισμό κι η πίκρα στάθηκε στα χείλη.
Κάλεσε τη βροχή να σβήσει το λιοπύρι
που του καιγε τα σωθικά , να στάξει το φιλί της
να δροσιστούν τα χείλη του ..χρόνια ήταν στεγνά ,
κι ύστερα πρόσταξε την αστραπή να πέσει με ορμή
το σύρμα να κοπεί . Φύσηξε και τ αγέρι
και σκόρπισε γλυκιά πνοή ζωντάνεψε η ανάσα
και τρέχει σαν ελάφι την ομορφιά του
μ όλη τη γη να μοιραστεί .
Άνθισαν τα πνευμόνια του μικρές φωνές
στήναν γιορτή , γέλια παιδιών στόλιζαν τα κλαδιά του
πετάγονταν τα λόγια τους γιρλάντες που κύκλωναν
τις φυλλωσιές κι ανέμιζαν μικρές χαρές .
Ανέλπιστα τα αστέρια σαν χτένια μπήκαν στα μαλλιά
κι άνοιξαν περιστέρια τα φτερά κοιτώντας το να γελά
Μονάχα τότε πρόσεξε το κόκκινο αστέρι
που ασύνορα στους ουρανούς γελά και περπατά .
Κι ήταν κείνο που του ψιθύρισε '' να χεις αγάπη στην καρδιά''
'' Ενας ουρανός ο κόσμος κι οι άνθρωποι τα αστέρια του''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου