Δυο τρια περιστέρια
και ο κύριος Πέτρος ανάμεσα να σκαλίζει
τα ψιχούλα τους .
Χορταίναν τα δάχτυλα του
ψωμί ελευθερίας και το σουσάμι τους,
σπόροι που γέλασαν φτερά
κι ανέβηκαν να ποτίσουν τον ήλιο.
Ανθρωποι πάνε γυρίζουν , μιλούν, γελούν
μα κείνος καρφωμένος στη χούφτα του έμενε.
Τούτη έσκαψε , γέννησε , ιδρωσε στα φώτα
γιόμισε ριχτάρια τους ρόζους
που φασκιώθηκαν πάνω της .
Καρπώθηκε μηλιές με κόκκινα φύλλα
κι άστραψε δυό φιλιά του τζαναμπέτη του καιρού
που στάλα μυαλό δεν έβαλε
κι ακόμα ενα παιδί τους δρόμους του κεντούσε
Τσαλίμια του καμε η ζωή και στέγνωνε
στη λακκα της τις βροχινές τις ωρες
Μα θες λιγο το άγουρο λίγο της γνώσης το φιλί
στο πρωτοφως της κάθε αυγής κείνο το χαμογέλιο
που έβγαινε απο ψυχή στο χέρι του κρατούσε
Να ταν η συντροφια με τ αστρα που μαθε να μιλά
με τα πουλιά να ταν η ρίζα του που απο σταχυ ειχε φανει
Ξεχύλισαν τα χρώματα απο την σκέψη της καρδιάς
κι έφτιαξε πίνακα τρανό να δενει γη και ουρανό
Άλογα ατίθασα να τρέχουν στο λιβάδι
με παπαρούνας τον ανθό με οδηγό τα δάχτυλα
έσβησε το σκοτάδι . Πέταξε χάμω πινελιές
να ανθίσουνε λουλούδια κι απο μιας νότας
το σκαλί μάζεψε άηχες φωνές τις έκανε τραγουδια.
Το τσίμπημα του φτερωτού που τέλιεωνε η ψίχα
του έσπασε το χρόνο και μια γλυκόπιοτη λαλιά
που ακουμπά στους ώμους ακόυστηκε να τον ρωτά
Πετρη μου σε ποια χωράφια τριγυρνάς κι ολο μιλούν
τα μάτια σου με νευματα χαράς;
Τούτη η χούφτα πια απλώθηκε σαν στέρνο που ψάχνει
την καρδιά κι ολάκερος εγινε μια αγκαλιά.
Ποιός είπε πως τα όνειρα εχουνε μονο μια φωλιά
βαδίζουν στα νερά , στο λίχνο , στο ανεμάκι
στη ζεστασια τις καλαμιάς στη λίμνη της απανεμιάς
οταν γελά η ψυχή 'οπου και να κοιτάξεις
ροδίζει μια μανταρινιά .Φτάνει να βλέπεις
να ακούς ..μια χούφτα λεει τόσα πολλα!
και ο κύριος Πέτρος ανάμεσα να σκαλίζει
τα ψιχούλα τους .
Χορταίναν τα δάχτυλα του
ψωμί ελευθερίας και το σουσάμι τους,
σπόροι που γέλασαν φτερά
κι ανέβηκαν να ποτίσουν τον ήλιο.
Ανθρωποι πάνε γυρίζουν , μιλούν, γελούν
μα κείνος καρφωμένος στη χούφτα του έμενε.
Τούτη έσκαψε , γέννησε , ιδρωσε στα φώτα
γιόμισε ριχτάρια τους ρόζους
που φασκιώθηκαν πάνω της .
Καρπώθηκε μηλιές με κόκκινα φύλλα
κι άστραψε δυό φιλιά του τζαναμπέτη του καιρού
που στάλα μυαλό δεν έβαλε
κι ακόμα ενα παιδί τους δρόμους του κεντούσε
Τσαλίμια του καμε η ζωή και στέγνωνε
στη λακκα της τις βροχινές τις ωρες
Μα θες λιγο το άγουρο λίγο της γνώσης το φιλί
στο πρωτοφως της κάθε αυγής κείνο το χαμογέλιο
που έβγαινε απο ψυχή στο χέρι του κρατούσε
Να ταν η συντροφια με τ αστρα που μαθε να μιλά
με τα πουλιά να ταν η ρίζα του που απο σταχυ ειχε φανει
Ξεχύλισαν τα χρώματα απο την σκέψη της καρδιάς
κι έφτιαξε πίνακα τρανό να δενει γη και ουρανό
Άλογα ατίθασα να τρέχουν στο λιβάδι
με παπαρούνας τον ανθό με οδηγό τα δάχτυλα
έσβησε το σκοτάδι . Πέταξε χάμω πινελιές
να ανθίσουνε λουλούδια κι απο μιας νότας
το σκαλί μάζεψε άηχες φωνές τις έκανε τραγουδια.
Το τσίμπημα του φτερωτού που τέλιεωνε η ψίχα
του έσπασε το χρόνο και μια γλυκόπιοτη λαλιά
που ακουμπά στους ώμους ακόυστηκε να τον ρωτά
Πετρη μου σε ποια χωράφια τριγυρνάς κι ολο μιλούν
τα μάτια σου με νευματα χαράς;
Τούτη η χούφτα πια απλώθηκε σαν στέρνο που ψάχνει
την καρδιά κι ολάκερος εγινε μια αγκαλιά.
Ποιός είπε πως τα όνειρα εχουνε μονο μια φωλιά
βαδίζουν στα νερά , στο λίχνο , στο ανεμάκι
στη ζεστασια τις καλαμιάς στη λίμνη της απανεμιάς
οταν γελά η ψυχή 'οπου και να κοιτάξεις
ροδίζει μια μανταρινιά .Φτάνει να βλέπεις
να ακούς ..μια χούφτα λεει τόσα πολλα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου