Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2019

Το συντριβάνι που τραγουδούσε

Άνοιξε την βαριά ξύλινη πόρτα
Στη μέση της ήταν κρεμόταν ένα μεγάλο κομμάτι 
επιβλητικού  γυαλιού που κορδωμένο 
ηθελε να αποδείξει το βαρύ του τίμημα .
Οι καρέκλες του βελούδου με στόλισμα το σατέν 
της εκλιπόντος απλότητας έπεφταν στους ώμους του
σαν από βαριές σιδεριές χωρίς αέρα.
Τίναξε με τα δάχτυλα τα μαλλιά του μπας και οι σκέψεις του
ξελάφρωναν στο πάτωμα . Τι ήθελε ετούτος εδώ ; 
τι γύρευε ανάμεσα στο γλιστερο δωμάτιο 
και τα κρύα σαβουαρ βιβρ πιάτα; 
Το βήμα του θαρρείς και σε απόγνωση τσιμέντωσε
το παπούτσι στο άδειο της στιγμής
και δεν κουνούσε σταλα το περπάτημα .
Ο νους του έτρεξε στα πράσινα λιβάδια του παππού
κι εκεί για λίγο  σάλωσαν οι ανάσες 
το άλογο της λευτεριάς και μύρισαν το χώμα .
Μια κυρία πλησιάζοντας τον ρώτησε αν είχε κρατήσει 
τραπέζι . Όχι της αποκρίθηκε . 
Περιμένετε κυριε να δω τι μπορω να κανω . 
Στάθηκε αποσβολωμένος να κοιτα. Μα η αίθουσα ,
είχε ολο κι ολο 2-3 γεμάτα τραπέζια.
Τι θα έψαχνε η ευγενική κυρια. 
Ξαφνικά ακουσε πίσω του μια γνώριμη φωνή .
Αυτή του Μιχάλη . Μπα μουρμούρισε το εντός του 
τι δουλειά εχει κι αυτός εδώ. 
Ο ίδιος είχε περάσει να πάρει εναν φάκελο 
από τον εργοδότη του . 
Κι όπως πάντα οι εργαζόμενοι πάνε οπου τους πουν .
Μα τούτος ; τούτος ένα περίπτερο είχε κι ήταν αφεντικό
ο ιδιος .Μόλις που πρόσεξε το αγχώδες νεύμα του Μιχάλη 
που τον καλούσε να περάσει στο φουαγιέ να του μιλήσει. 
Λίγα βήματα και οι δυο τους βρέθηκαν απέναντι
να σκιάζουν ο ενας τον άλλον. 
Σε παρακαλώ Δημήτρη μην κανεις κουβέντα 
και μη χαιρετίσεις ούτε εμένα ούτε την γυναίκα μου
καθώς θα βρεθείς στο τραπέζι μας. 
Ξέρεις εχω ραντεβού με το αφεντικό σου να γευματίσουμε μαζί. 
Βλέπεις κλείνω το περίπτερο και μπαίνω μέτοχος στην εταιρεία σας.
Δεν ειναι πρέπον να δει οτι εχω συναναστροφές 
με το υπαλληλικό του προσωπικό. 
Άλλωστε εμεις σχεδιάζουμε να επεκτείνουμε την εταιρεία
και έτσι κι εσυ θα βγεις βολεμένος δε θα φοβάσαι
μη χάσεις τη δουλειά σου . 
Άναυδος ο Δημήτρης τον άκουγε λες και μιλούσε
μια άλλη γλώσσα. Αποσβολωμένος κούνησε το κεφάλι 
καταφατικά κι εφυγε. Οι σκέψεις του χοροπηδούσαν 
και του χτυπούσαν τα τακούνια στο νου. 
Μα πόση σπιρτάδα ψωρονεοπλουτισμου να άντεχε; 
Η ξιπασιά χόρευε στα μάτια του σαν άλλη Σαλώμη.
Κι αυτός τρομαγμένος μη του ζητήσει το κεφάλι του
πέρασε τα δάχτυλα στα μαλλιά του και τίναξε 
μακρια τούτες τις σκέψεις.
Σε λίγο φάνηκε και ο κυριος Αριστείδης .
Περίμενε αρκετή ωρα στη γωνία χωρίς να τον δουν . 
Ηθελε να βρει πρώτα τις παντούφλες του δικού του σπιτιού
και έτσι ξεκούραστα να προχωρήσει ο νους 
στο κοκεταρισμένο Σαλόνι. Τους ακουσε να μιλούν
για το ντεκόρ της γωνίας του γραφείου
για τους ζωγράφους που με ένα  πακέτο ευρω,
θα στόλιζαν τα εργα της ψυχής τους . 
Σοβαρός και μετρημένος καλησπέριζε τον παγωμενο
κύκλο και ρώτησε . Κυριε Αριστείδη μπορω να εχω 
τον φάκελο; 
Απλώνοντας το χερι τον πήρε από τα χερια του 
και με μια αόριστη καληνύχτα αποχώρησε. 
Τα πόδια του έτρεχαν να προλάβουν να δουν 
την πρώτη ματιά των αστρων κι έτσι σκουντούφλησε
πάνω σε εναν μικροκαμωμένο κυριο .
Συγνώμη του είπε . Παρακαλώ παιδί μου 
και με ένα χαμόγελο χαιρέτισε ο άγνωστος διαβάτης .
Λίγο πιο κει το συντριβανι τραγουδούσε στα μάτια 
των πολλων . Στην τσέπη του κουδούνιζαν 
κατι ψιλά από ευρώ τι όμορφος ήχος .
Και τούτη η στάση όμορφα 
που σκέπαζε την πλάτη της αγνωρης παρέας .
Επιτέλους . Τι πλούτος Θεέ μου !


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου