Έτοιμος λοιπόν γραβατωμένος και στη τρίχα ο Γιάννης
Το ραντεβού του για συνέντευξη στη Εταιρεία Άστρον
ήταν στις 11.30 .Ραντεβού για δουλειά
Πρωινοί όλοι και στο πόδι χαρά κι αγωνία στο κόκκινο.
Η Αλεξάνδρα μάνα καθώς ήταν κλωθογύριζε πίσω του
πότε με ένα κουλουράκι στα χέρια,πότε με ένα κομμάτι
σπανακόπιτα που από τις 5 το χάραμα την είχε σηκώσει,
να ναι ζεστή για τον κανακάρη της.Μη πάει μ άδειο
στομάχι το παιδί.Μαθημένη βλέπεις 35 χρόνια
τον κυνηγά από μωρό λιγόφαγος ειναι έλεγε
κι ενώ ο Γιάννης έφτανε το 1,80 κείνη πάντα
σταλιά τον έβλεπε ίσα που να χωρούσε στην ποδιά της
Η Δημητρούλα βιαστική ετοίμαζε το σάκο της
για το σχολείο,τρίτη λυκείου φέτος άλλοι νταλκάδες
Άλλωστε το ξερε πως σήμερα απαρατήρητα
θα περνούσε μιας και η ιεροτελεστία που
βάφτιζε την κουζίνα ήταν στο όνομα του Γιάννη
Ε ρε τι σου ειναι τα χρόνια μουρμούρισε
ο Μπάρμπα Γιάννης ο παππούς.
Στα περασμένα μας ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον
για δουλειά και τώρα για δες βαδίζεις σαν λιμοκοντόρος
που πάει να βρει το σανίδι να αρχίσει η παράσταση .
Τρία χρόνια άνεργος ο Γιάννης και που δεν έψαξε .
Κα να δυο βολέματα σε ένα μπαράκι,δυο τρεις νυχτιές
στην ταβέρνα του κυρ Θωμά μα μιας βδομάδας
μερτικό πουθενά.Και να που κατά τύχη συνάντησε
ο Πατέρας του τον Θοδωρή.Με τα καλημερίσματα
άρχισαν κι οι κουβέντες.Τι κάνει βρε Παναγιώτη
ο γιος σου,σπουδαίο παιδί και αριστούχος ε;
φαντάζομαι που θα ναι.Με ένα ειρωνικό χαμόγελο
απάντησε ο Παναγιώτης ναι αριστούχος αλλά άνεργος .
Τέλειωσε τα ΤΕΙ στο τμήμα Ηλεκτρονικών
υπολογιστικών συστημάτων,α !! τούτο το πτυχίο
θα έχει δουλειά του λέγανε όλοι.Όλα με τους υπολογιστές
γίνονται σήμερα θα τον ψάχνουν.Φαίνεται όμως πως άλλη
γνώμη είχε η πραγματικότητα.Καλό το τμήμα μα πολλά
τα παιδιά που τέλειωσαν.Καλό πράμα η εξέλιξη μα να που
άρχισε να κόβει χέρια και να δουλεύει με πλήκτρα .
Προχωρά η ζωή Παναγή του μήνυσε ο Θόδωρος
και κουβέντα στην κουβέντα από κείνες
που θαρρείς αν τις απλώσεις ,χιλιόμετρα βγάζουν
φτάσανε και στο διαταυτα.Ο Θοδωρής του είπε για την
καινούργια εταιρεία που άνοιξε ο Θανάσης.Τον θυμάσαι
βρε τον Θανασάκη; Μήτε το λύκειο τελείωσε
μα τι τον ένοιαζε,είχε ο πατέρας του λεφτά κι ένα παλιό
εργοστάσιο τζαμιών.Άφηνε το γυαλί κι έτσι πλήθαιναν
οι χάρτινοι αφέντες στις τσέπες .
Σαν γύρισε απ το στρατιωτικό ο Θανάσης έπιασε το νόημα
Έγινε καταστηματάρχης ηλεκτρονικών από υπολογιστές,
παιχνίδια αναλώσιμα ότι θες . είχε βέβαια 2 υπαλλήλους
ηλεκτρονικούς να κάμουν την δουλειά του .
Μα παντρεύτηκε ο ένας και έφυγε για την Δράμα
εκεί βλέπεις είχε το σπίτι η κυρα του μακριά απ τα νοίκια
Κι έτσι χηρευε η θέση . Χηρευάμενη η θέση αδειανές
οι τσέπες του Γιάννη ότι έπρεπε να γυρίσει ο τροχός
Συνεντεύξεις έπαιρνε ο Θανάσης πολλοί οι δουλευτές .
Να σου πω Θοδωρή ρώτησε ο Παναγής δεν πιστεύω να ναι
από αυτούς που ρουφούν το αίμα.
Αστειεύεσαι Παναγή μου;Δημοκράτες άνθρωποι ειναι
ξέρουν από πάτημα ποδιού.Καλοί άνθρωποι μα κι εσύ
πες του δυο κουβέντες .Θυμάμαι μικρός μπαϊράκι σήκωνε
κι ούτε μύγα στο σπαθί του.Μα άλλαξαν τα πράγματα .
Κι οι μύγες άλλαξαν τόπο και ότι από σπαθί έμεινε,
κόβει ποδάρια και μαρτυράει τα νομίσματα του καιρού.
Τα πε ο Θοδωρής μίλησε κι ο Παναγής στο Γιάννη
Να προσέχεις γιε μου να σαι ο εαυτός σου
όχι πολύ ,ίσα που να τους δείξεις τι αξίζεις μη θαρρούν
πως θα σε χωρέσουν στην κονσέρβα.Να σαι αυθόρμητος
να λες την άποψη σου,όχι πολύ,ίσα που να σε προσέξουν
μα να φυλάγεσαι πολύς κόσμος εκεί κοίτα να αρέσεις
σ όλους.Να σαι κύριος να φανεί η αξία του χαρακτήρα σου
όχι πολύ,μη και σε περάσουν για ξύπνιο κι αρχίσουν
οι τρικλοποδιές .Άκουγε ο Γιάννης φόρτωσε στο νου,
όλα τα όχι πολύ και κίνησε για την εταιρεία .
Κονδυλοφόρων 8 έγραφε στο σημείωμα ,
μια μεγάλη γυάλινη πολυκατοικία είπε ο Θοδωρής .
'' ε !! κάτι μεράκια που τον περίμεναν''
Γεμάτο το αστικό αγνώστους,που αλλού γύριζε ο νους
κι αλλού το σώμα.Βάσανα ο κόσμος ..σκληρές εποχές
και μόνο ένα μικρό με τις πλεχτές του κοτσίδες έσκαγε
τη σιωπή από ερωτήσεις κι ανέμελα λόγια .
ήταν στις 11.30 .Ραντεβού για δουλειά
Πρωινοί όλοι και στο πόδι χαρά κι αγωνία στο κόκκινο.
Η Αλεξάνδρα μάνα καθώς ήταν κλωθογύριζε πίσω του
πότε με ένα κουλουράκι στα χέρια,πότε με ένα κομμάτι
σπανακόπιτα που από τις 5 το χάραμα την είχε σηκώσει,
να ναι ζεστή για τον κανακάρη της.Μη πάει μ άδειο
στομάχι το παιδί.Μαθημένη βλέπεις 35 χρόνια
τον κυνηγά από μωρό λιγόφαγος ειναι έλεγε
κι ενώ ο Γιάννης έφτανε το 1,80 κείνη πάντα
σταλιά τον έβλεπε ίσα που να χωρούσε στην ποδιά της
Η Δημητρούλα βιαστική ετοίμαζε το σάκο της
για το σχολείο,τρίτη λυκείου φέτος άλλοι νταλκάδες
Άλλωστε το ξερε πως σήμερα απαρατήρητα
θα περνούσε μιας και η ιεροτελεστία που
βάφτιζε την κουζίνα ήταν στο όνομα του Γιάννη
Ε ρε τι σου ειναι τα χρόνια μουρμούρισε
ο Μπάρμπα Γιάννης ο παππούς.
Στα περασμένα μας ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον
για δουλειά και τώρα για δες βαδίζεις σαν λιμοκοντόρος
που πάει να βρει το σανίδι να αρχίσει η παράσταση .
Τρία χρόνια άνεργος ο Γιάννης και που δεν έψαξε .
Κα να δυο βολέματα σε ένα μπαράκι,δυο τρεις νυχτιές
στην ταβέρνα του κυρ Θωμά μα μιας βδομάδας
μερτικό πουθενά.Και να που κατά τύχη συνάντησε
ο Πατέρας του τον Θοδωρή.Με τα καλημερίσματα
άρχισαν κι οι κουβέντες.Τι κάνει βρε Παναγιώτη
ο γιος σου,σπουδαίο παιδί και αριστούχος ε;
φαντάζομαι που θα ναι.Με ένα ειρωνικό χαμόγελο
απάντησε ο Παναγιώτης ναι αριστούχος αλλά άνεργος .
Τέλειωσε τα ΤΕΙ στο τμήμα Ηλεκτρονικών
υπολογιστικών συστημάτων,α !! τούτο το πτυχίο
θα έχει δουλειά του λέγανε όλοι.Όλα με τους υπολογιστές
γίνονται σήμερα θα τον ψάχνουν.Φαίνεται όμως πως άλλη
γνώμη είχε η πραγματικότητα.Καλό το τμήμα μα πολλά
τα παιδιά που τέλειωσαν.Καλό πράμα η εξέλιξη μα να που
άρχισε να κόβει χέρια και να δουλεύει με πλήκτρα .
Προχωρά η ζωή Παναγή του μήνυσε ο Θόδωρος
και κουβέντα στην κουβέντα από κείνες
που θαρρείς αν τις απλώσεις ,χιλιόμετρα βγάζουν
φτάσανε και στο διαταυτα.Ο Θοδωρής του είπε για την
καινούργια εταιρεία που άνοιξε ο Θανάσης.Τον θυμάσαι
βρε τον Θανασάκη; Μήτε το λύκειο τελείωσε
μα τι τον ένοιαζε,είχε ο πατέρας του λεφτά κι ένα παλιό
εργοστάσιο τζαμιών.Άφηνε το γυαλί κι έτσι πλήθαιναν
οι χάρτινοι αφέντες στις τσέπες .
Σαν γύρισε απ το στρατιωτικό ο Θανάσης έπιασε το νόημα
Έγινε καταστηματάρχης ηλεκτρονικών από υπολογιστές,
παιχνίδια αναλώσιμα ότι θες . είχε βέβαια 2 υπαλλήλους
ηλεκτρονικούς να κάμουν την δουλειά του .
Μα παντρεύτηκε ο ένας και έφυγε για την Δράμα
εκεί βλέπεις είχε το σπίτι η κυρα του μακριά απ τα νοίκια
Κι έτσι χηρευε η θέση . Χηρευάμενη η θέση αδειανές
οι τσέπες του Γιάννη ότι έπρεπε να γυρίσει ο τροχός
Συνεντεύξεις έπαιρνε ο Θανάσης πολλοί οι δουλευτές .
Να σου πω Θοδωρή ρώτησε ο Παναγής δεν πιστεύω να ναι
από αυτούς που ρουφούν το αίμα.
Αστειεύεσαι Παναγή μου;Δημοκράτες άνθρωποι ειναι
ξέρουν από πάτημα ποδιού.Καλοί άνθρωποι μα κι εσύ
πες του δυο κουβέντες .Θυμάμαι μικρός μπαϊράκι σήκωνε
κι ούτε μύγα στο σπαθί του.Μα άλλαξαν τα πράγματα .
Κι οι μύγες άλλαξαν τόπο και ότι από σπαθί έμεινε,
κόβει ποδάρια και μαρτυράει τα νομίσματα του καιρού.
Τα πε ο Θοδωρής μίλησε κι ο Παναγής στο Γιάννη
Να προσέχεις γιε μου να σαι ο εαυτός σου
όχι πολύ ,ίσα που να τους δείξεις τι αξίζεις μη θαρρούν
πως θα σε χωρέσουν στην κονσέρβα.Να σαι αυθόρμητος
να λες την άποψη σου,όχι πολύ,ίσα που να σε προσέξουν
μα να φυλάγεσαι πολύς κόσμος εκεί κοίτα να αρέσεις
σ όλους.Να σαι κύριος να φανεί η αξία του χαρακτήρα σου
όχι πολύ,μη και σε περάσουν για ξύπνιο κι αρχίσουν
οι τρικλοποδιές .Άκουγε ο Γιάννης φόρτωσε στο νου,
όλα τα όχι πολύ και κίνησε για την εταιρεία .
Κονδυλοφόρων 8 έγραφε στο σημείωμα ,
μια μεγάλη γυάλινη πολυκατοικία είπε ο Θοδωρής .
'' ε !! κάτι μεράκια που τον περίμεναν''
Γεμάτο το αστικό αγνώστους,που αλλού γύριζε ο νους
κι αλλού το σώμα.Βάσανα ο κόσμος ..σκληρές εποχές
και μόνο ένα μικρό με τις πλεχτές του κοτσίδες έσκαγε
τη σιωπή από ερωτήσεις κι ανέμελα λόγια .
Γέλαγε η κοπελιά από δίπλα καμαρώνοντας
το αγγελούδι της,που τόσα μάτια ζέσταιναν πάνω τους
την παιδική τους ψυχή. Λιγοστή διαδρομή και έφτασε
στον προορισμό της. Κατέβηκε απ το κουτί , με τον κόσμο
απέναντι του να αναζητά το ζητούμενο στου καθενός
τον κύκλο .Θαρρείς και κρέμονταν απ τον ουρανό
ένα γυάλινο κτίριο που μόνο και μόνο γίνηκε
να παρακολουθεί τα βήματα του κόσμου .
Πολυτέλειες σκέφτηκε που πάω να μπλέξω ,
εδώ ακόμη κι ο δρόμος άηχα κυλούσε.
Προχώρησε στο εξωτερικό ασανσέρ και μπαίνοντας ,
χαζεύοντας το δρόμο σκαλί σκαλί προς τα ψηλά ,
άρχισε το ταρακούνημα της σκέψης .
Ε !! εδώ θα μαι άρχοντας. Πως θα πω στη γειτονιά
να ρθουν να με δουν.Σιγά μην πω. Εδω θα μαστε
όλοι κύριοι. Που να φανούν τα μπλου τζιν.. απα πα..
'' πολλά δε θέλει ο άνθρωπος να ψωνιστεί''
Προχώρησε προς την μεριά που ένα καλοστολισμένο
γραφείο, καθρέφτιζε μια όμορφη γυναίκα
και με χαμηλή φωνή λες και στη τόση ησυχία ακόμη
και το φύλλο θα ακουγόταν ρώτησε που μπορεί
να βρει τον Κο Δημητρίου..έτσι λέγανε τον Θανασάκη.
Η ευγενική Κυρία τον ρώτησε αν έχει ραντεβού ,
δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις κι έτσι έμελλε να βρεθεί
καθισμένος στις βαθυκόκκινες ντυμένες καρέκλες
που στέκονταν καμαρωτές για το σπίτι που βρισκόταν .
Στο μεταξύ παρακολουθούσε κάθε κίνηση που πέρναγε
μπροστά του.Απόλυτη ησυχία λες και εδώ οι άνθρωποι
δεν είχαν μιλιά παρά μονάχα τα γραπτά τους τέντωναν
τα χείλη . Σηκώνοντας τα μάτια είδε εκείνα τα μικρά
ματογυάλια που αδιάκοπα παρακολουθουν σε κάθε γωνιά.
Αγχώθηκε λίγο αλλά έτσι ειναι οι μεγάλες εταιρείες
απάντησε στο μέσα του.Επί τέλους 11.30 ακριβώς ..
Περάστε του είπε με χαμόγελο η όμορφη γυναίκα
Προχώρησε στο μεγάλο γραφείο κι έτσι ήρθε απέναντι
-απέναντι με τον Θανασάκη. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος
ήταν . Η συζήτηση εξελίχθηκε ομαλά δίνοντας και τις
απαραίτητες συστάσεις για τον Κο Θόδωρο , γνώσεις κ.λ.π.
Έτσι ξεκίνησαν να μπαίνουν στην σειρά και τα θέλω
του Κου Θανασάκη για την συμμετοχή του στον κόσμο
του γυάλινου κτιρίου .Αφού κατέγραψε ο νους του
τις λεπτομέρειες χαιρετήθηκαν με μια ψυχρή
χειραψία και ο καθένας στο δρόμο και στον πάγκο του
που λένε.Περπάταγε να βρει την στάση της επιστροφής
κι ο νους του μάζευε στη σειρά,κείνα τα ματογυάλια
απ το ταβάνι που νυχτερίδες τις έκαμνε .
Την άοσμη μυρουδιά των λουλουδιών σε κάθε
μάρμαρο που θύμιζε άφωνη χρωματωσιά . Ένας κόμπος
έκατσε στο λαιμό του,μα λαγός ο νους κι ως τρέχει
του φερε στα μάτια κουστούμια που χόρευαν πάνω του,
κι εκείνο το στητό ύφος σα μπαστούνι κι έτσι άλλαξε
το σκηνικό της σκέψης . Καμαρωτή ,ένοιωσε με μάτια
που κόλλησαν τα τσίνορα ακίνητα προς τα πάνω,
τραβώντας και τη μύτη όλο και πιο ψηλά.
''αχ και πως αλλάζουν οι καιροί''
Το βάδισμα της επιστροφής στη γειτονιά έμοιαζε να χει ένα αχνό παρελθόν .Τα σοκάκια της όμως μαρτυρούσαν γέλιο , αγνότητα κι εκείνες οι ροζ μπιγκόνιες στο πιθάρι έσταζαν βάλσαμο αδερφικό . Ο μικρός καφενές
με τα ασπρομάλλικα μαλλιά ασκούσε όλη την πολιτική
του κόσμου στα μπλε του παράθυρα.
Τι τάχατες θα γιόρταζε η αυλή μήτε που το ξερε .
Στο άνοιγμα της πόρτας, καθισμένοι γύρω απ'
το τραπέζι καθόταν η οικογένεια,
περιμένοντας με λαχτάρα το μίλημα του .
Με το πέρασμα στο δωμάτιο ακούστηκε ο παππούς . Άιντε παλικάρι μου μας έσκασες . Κι ήταν τόσο κυματιστή η φωνή του που από σπάργανα έβγαινε . Τράβηξε μια καρέκλα πλάι του .Ναι την πήρα την δουλειά φώναξε από αύριο ξεκινώ κι άρχισε να ιστορεί τις εντυπώσεις του. Κρέμονταν απ τα χείλη του και στις μικρές του παύσεις, τρέχαν τα ερωτήματα . Πως τούτο τι το άλλο , κι ύστερα άνοιγε μια περγαμηνή που κρατούσε τις εντολές στο σωστό μονοπάτι . Γιόρτασαν στρώνοντας το τραπέζι με πλιγούρι ,λίγο κρέας κοκκινιστό,και μπόλικο χύμα κρασί .
Το άξιζε μωρέ τούτη η μέρα τόση χαρά τους έδωκε. Μετά το φαγοπότι ένας ηλιόλουστος ύπνος τους έμεινε να ξαποστάσει ο νους απ τις αδάμαστες σκέψεις που μια στο λιβάδι τρέχαν μια φανέρωναν το πείσμα τους σε ένα ερωτηματικό . Το απόγευμα ο Γιαννης συναντήθηκε στο μικρό καφέ μπαρ με το Διονύση . Παιδικός φίλος και πάντα πλάι του . Με ένα πλατύ χαμόγελο ήταν η αγκαλιά του Διονύση με ένα μαζεμένο χέρι η δική του . Αδερφέ
τι έμαθα; μπράβο μπράβο πολύ σε χάρηκα .
Ε καλά θα δούμε χλιαρή απάντηση του Γιάννη .
Ξεχρέωσαν κάνα δυο ώρες στα λόγια της παρέας και κίνησε πάλι για το σπίτι . Στο νου του βασίλευαν κείνες οι πλουμιστές εικόνες κι ήθελε να ξεκουραστεί να χωρέσει αύριο μέσα τους και να μείνει εκεί.
Πρώτο πρωινό κι αφού κουρντίστηκε το μπλε κουστούμι που χε από το γάμο τς ξαδέρφης του της Ευδοκίας κίνησε για το γυάλινο κτίριο.
Η πρώτη μέρα του πέρασε με χειραψίες , συστάσεις , την γνωριμία του με το χώρο που θα εργάζεται ,τα αντικείμενα μήτε που κατάλαβε πως τέλειωσε ο χρόνος . Ξεφύλλιζαν οι μέρες τα κιτάπια τους βολεύονταν κι ο Γιάννης και κύλαγε το ρυάκι της καινούργιας ζωής .
Σιγά σιγά πλήθαιναν τα ρούχα της ντουλάπας έβγαινε κι ο Γιάννης με νέες παρέες κι άρχισε να χάνεται απ την παλιά γειτονιά . Τον γύρευε ο φίλος ο Διονύσης μα πάντα κάτι άλλο του βγαινε και δεν προλάβαινε να βρεθούν .
Ώσπου μια μέρα έσκασε στη γειτονιά το βόλι πως ο Γιάννης θα μετακόμιζε στο κέντρο . Ήθελε λέει πια σπίτι κοντά στη δουλειά κουράζονταν με το λεωφορείο . Τώρα δα που είχε και το αμάξι του δύσκολα τον κρατούσε η αυλή . Του τηλεφώνησε ο Διονύσης για να του πει , φίλε να ρθω να βοηθήσω στη μετακόμιση . Μπαα όχι του απάντησε ξερά ο Γιαννης.
Θα τα κάνει όλα η μεταφορική και με ένα στεγνό ευχαριστώ του έκλεισε το τηλέφωνο . Πόσες φορές προσπάθησε ο Διονύσης να τον συναντήσει.
Μα ο Γιάννης ήταν πια περιζήτητος κι άξιος κομπιουτεράς . Η Άστρον τον είχε το δεξί της χέρι και τούτος δε της χάλαγε ποτέ χατίρι αφού γέμιζε με κάνα δυο καρυδότσσουφλα παραπάνω τις τσέπες του .
Όχι πως έπαιρνε κανένα βαρβάτο μισθό ίσα που του έφταναν να φαίνεται αξιοπρεπής.
Μα σαν έλεγε Αστρον Α.Ε. κατέβαζε ακόμα κι ο ουρανός τα μάτια και κείνος πως να σκοντάψει πάνω στα μικρομάγαζα που κάθε βράδυ ένα παράπονο έσταζε στα κεπέγκια τους . . Κάποιες φορές θύμωνε με το ρολόι
που μετρούσε ακόμα και το κατούρημα του , με το μελάνι
που όταν στέγνωνε στη σφραγίδα του, έπρεπε
να δικαιολογήσει πως έγινε αυτό και να προσέχει να κάνει
λίγο οικονομία,να σταματά στην καλημέρα και ύστερα
στο γεια γιατί κάθε χαμένος χρόνος κόστος έβγαζε
κι έπρεπε να μετρά το ξόδεμα για το καλό της εταιρείας
μα..μεγάλη ιστορία η Άστρον
'' αξόδευτα του όνειρα και που να κοιμηθούνε ''
το αγγελούδι της,που τόσα μάτια ζέσταιναν πάνω τους
την παιδική τους ψυχή. Λιγοστή διαδρομή και έφτασε
στον προορισμό της. Κατέβηκε απ το κουτί , με τον κόσμο
απέναντι του να αναζητά το ζητούμενο στου καθενός
τον κύκλο .Θαρρείς και κρέμονταν απ τον ουρανό
ένα γυάλινο κτίριο που μόνο και μόνο γίνηκε
να παρακολουθεί τα βήματα του κόσμου .
Πολυτέλειες σκέφτηκε που πάω να μπλέξω ,
εδώ ακόμη κι ο δρόμος άηχα κυλούσε.
Προχώρησε στο εξωτερικό ασανσέρ και μπαίνοντας ,
χαζεύοντας το δρόμο σκαλί σκαλί προς τα ψηλά ,
άρχισε το ταρακούνημα της σκέψης .
Ε !! εδώ θα μαι άρχοντας. Πως θα πω στη γειτονιά
να ρθουν να με δουν.Σιγά μην πω. Εδω θα μαστε
όλοι κύριοι. Που να φανούν τα μπλου τζιν.. απα πα..
'' πολλά δε θέλει ο άνθρωπος να ψωνιστεί''
Προχώρησε προς την μεριά που ένα καλοστολισμένο
γραφείο, καθρέφτιζε μια όμορφη γυναίκα
και με χαμηλή φωνή λες και στη τόση ησυχία ακόμη
και το φύλλο θα ακουγόταν ρώτησε που μπορεί
να βρει τον Κο Δημητρίου..έτσι λέγανε τον Θανασάκη.
Η ευγενική Κυρία τον ρώτησε αν έχει ραντεβού ,
δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις κι έτσι έμελλε να βρεθεί
καθισμένος στις βαθυκόκκινες ντυμένες καρέκλες
που στέκονταν καμαρωτές για το σπίτι που βρισκόταν .
Στο μεταξύ παρακολουθούσε κάθε κίνηση που πέρναγε
μπροστά του.Απόλυτη ησυχία λες και εδώ οι άνθρωποι
δεν είχαν μιλιά παρά μονάχα τα γραπτά τους τέντωναν
τα χείλη . Σηκώνοντας τα μάτια είδε εκείνα τα μικρά
ματογυάλια που αδιάκοπα παρακολουθουν σε κάθε γωνιά.
Αγχώθηκε λίγο αλλά έτσι ειναι οι μεγάλες εταιρείες
απάντησε στο μέσα του.Επί τέλους 11.30 ακριβώς ..
Περάστε του είπε με χαμόγελο η όμορφη γυναίκα
Προχώρησε στο μεγάλο γραφείο κι έτσι ήρθε απέναντι
-απέναντι με τον Θανασάκη. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος
ήταν . Η συζήτηση εξελίχθηκε ομαλά δίνοντας και τις
απαραίτητες συστάσεις για τον Κο Θόδωρο , γνώσεις κ.λ.π.
Έτσι ξεκίνησαν να μπαίνουν στην σειρά και τα θέλω
του Κου Θανασάκη για την συμμετοχή του στον κόσμο
του γυάλινου κτιρίου .Αφού κατέγραψε ο νους του
τις λεπτομέρειες χαιρετήθηκαν με μια ψυχρή
χειραψία και ο καθένας στο δρόμο και στον πάγκο του
που λένε.Περπάταγε να βρει την στάση της επιστροφής
κι ο νους του μάζευε στη σειρά,κείνα τα ματογυάλια
απ το ταβάνι που νυχτερίδες τις έκαμνε .
Την άοσμη μυρουδιά των λουλουδιών σε κάθε
μάρμαρο που θύμιζε άφωνη χρωματωσιά . Ένας κόμπος
έκατσε στο λαιμό του,μα λαγός ο νους κι ως τρέχει
του φερε στα μάτια κουστούμια που χόρευαν πάνω του,
κι εκείνο το στητό ύφος σα μπαστούνι κι έτσι άλλαξε
το σκηνικό της σκέψης . Καμαρωτή ,ένοιωσε με μάτια
που κόλλησαν τα τσίνορα ακίνητα προς τα πάνω,
τραβώντας και τη μύτη όλο και πιο ψηλά.
''αχ και πως αλλάζουν οι καιροί''
Το βάδισμα της επιστροφής στη γειτονιά έμοιαζε να χει ένα αχνό παρελθόν .Τα σοκάκια της όμως μαρτυρούσαν γέλιο , αγνότητα κι εκείνες οι ροζ μπιγκόνιες στο πιθάρι έσταζαν βάλσαμο αδερφικό . Ο μικρός καφενές
με τα ασπρομάλλικα μαλλιά ασκούσε όλη την πολιτική
του κόσμου στα μπλε του παράθυρα.
Τι τάχατες θα γιόρταζε η αυλή μήτε που το ξερε .
Στο άνοιγμα της πόρτας, καθισμένοι γύρω απ'
το τραπέζι καθόταν η οικογένεια,
περιμένοντας με λαχτάρα το μίλημα του .
Με το πέρασμα στο δωμάτιο ακούστηκε ο παππούς . Άιντε παλικάρι μου μας έσκασες . Κι ήταν τόσο κυματιστή η φωνή του που από σπάργανα έβγαινε . Τράβηξε μια καρέκλα πλάι του .Ναι την πήρα την δουλειά φώναξε από αύριο ξεκινώ κι άρχισε να ιστορεί τις εντυπώσεις του. Κρέμονταν απ τα χείλη του και στις μικρές του παύσεις, τρέχαν τα ερωτήματα . Πως τούτο τι το άλλο , κι ύστερα άνοιγε μια περγαμηνή που κρατούσε τις εντολές στο σωστό μονοπάτι . Γιόρτασαν στρώνοντας το τραπέζι με πλιγούρι ,λίγο κρέας κοκκινιστό,και μπόλικο χύμα κρασί .
Το άξιζε μωρέ τούτη η μέρα τόση χαρά τους έδωκε. Μετά το φαγοπότι ένας ηλιόλουστος ύπνος τους έμεινε να ξαποστάσει ο νους απ τις αδάμαστες σκέψεις που μια στο λιβάδι τρέχαν μια φανέρωναν το πείσμα τους σε ένα ερωτηματικό . Το απόγευμα ο Γιαννης συναντήθηκε στο μικρό καφέ μπαρ με το Διονύση . Παιδικός φίλος και πάντα πλάι του . Με ένα πλατύ χαμόγελο ήταν η αγκαλιά του Διονύση με ένα μαζεμένο χέρι η δική του . Αδερφέ
τι έμαθα; μπράβο μπράβο πολύ σε χάρηκα .
Ε καλά θα δούμε χλιαρή απάντηση του Γιάννη .
Ξεχρέωσαν κάνα δυο ώρες στα λόγια της παρέας και κίνησε πάλι για το σπίτι . Στο νου του βασίλευαν κείνες οι πλουμιστές εικόνες κι ήθελε να ξεκουραστεί να χωρέσει αύριο μέσα τους και να μείνει εκεί.
Πρώτο πρωινό κι αφού κουρντίστηκε το μπλε κουστούμι που χε από το γάμο τς ξαδέρφης του της Ευδοκίας κίνησε για το γυάλινο κτίριο.
Η πρώτη μέρα του πέρασε με χειραψίες , συστάσεις , την γνωριμία του με το χώρο που θα εργάζεται ,τα αντικείμενα μήτε που κατάλαβε πως τέλειωσε ο χρόνος . Ξεφύλλιζαν οι μέρες τα κιτάπια τους βολεύονταν κι ο Γιάννης και κύλαγε το ρυάκι της καινούργιας ζωής .
Σιγά σιγά πλήθαιναν τα ρούχα της ντουλάπας έβγαινε κι ο Γιάννης με νέες παρέες κι άρχισε να χάνεται απ την παλιά γειτονιά . Τον γύρευε ο φίλος ο Διονύσης μα πάντα κάτι άλλο του βγαινε και δεν προλάβαινε να βρεθούν .
Ώσπου μια μέρα έσκασε στη γειτονιά το βόλι πως ο Γιάννης θα μετακόμιζε στο κέντρο . Ήθελε λέει πια σπίτι κοντά στη δουλειά κουράζονταν με το λεωφορείο . Τώρα δα που είχε και το αμάξι του δύσκολα τον κρατούσε η αυλή . Του τηλεφώνησε ο Διονύσης για να του πει , φίλε να ρθω να βοηθήσω στη μετακόμιση . Μπαα όχι του απάντησε ξερά ο Γιαννης.
Θα τα κάνει όλα η μεταφορική και με ένα στεγνό ευχαριστώ του έκλεισε το τηλέφωνο . Πόσες φορές προσπάθησε ο Διονύσης να τον συναντήσει.
Μα ο Γιάννης ήταν πια περιζήτητος κι άξιος κομπιουτεράς . Η Άστρον τον είχε το δεξί της χέρι και τούτος δε της χάλαγε ποτέ χατίρι αφού γέμιζε με κάνα δυο καρυδότσσουφλα παραπάνω τις τσέπες του .
Όχι πως έπαιρνε κανένα βαρβάτο μισθό ίσα που του έφταναν να φαίνεται αξιοπρεπής.
Μα σαν έλεγε Αστρον Α.Ε. κατέβαζε ακόμα κι ο ουρανός τα μάτια και κείνος πως να σκοντάψει πάνω στα μικρομάγαζα που κάθε βράδυ ένα παράπονο έσταζε στα κεπέγκια τους . . Κάποιες φορές θύμωνε με το ρολόι
που μετρούσε ακόμα και το κατούρημα του , με το μελάνι
που όταν στέγνωνε στη σφραγίδα του, έπρεπε
να δικαιολογήσει πως έγινε αυτό και να προσέχει να κάνει
λίγο οικονομία,να σταματά στην καλημέρα και ύστερα
στο γεια γιατί κάθε χαμένος χρόνος κόστος έβγαζε
κι έπρεπε να μετρά το ξόδεμα για το καλό της εταιρείας
μα..μεγάλη ιστορία η Άστρον
'' αξόδευτα του όνειρα και που να κοιμηθούνε ''
Η γειτονιά παρ όλες τις μικρές αλλαγές ,όπως το μεγάλωμα του σπιτιού του Διονύση που έχτισε δυο δωμάτια και μια μικρή κουζίνα πάνω από το πατρικό τους παρέμεινε ίδια . Βλέπεις το δικό του πτυχίο ήταν Μηχανικός Δομικών έργων κι έτσι αυτά που χρειαζόταν ήταν χρήματα για τα εργατομεροκάματα και υλικά . Λίγο
οι οικονομίες των γονιών του ,λίγο οι δικές του από την τεχνική εταιρεία που συνεργαζόταν, κάτι τυχερά που έβγαιναν στο δρόμο με λιγοστές ανακαινίσεις, ένα μικρό σπιτάκι το κατάφερε. Μα σήμερα ακόμη κι ο βασιλικός στις αυλές είχε στήσει το μπόι του να απλώσει η μοσχοβολιά του. Οι μυρουδιές από ψημένη ζύμη και το βράσιμο από γλυκό του κουταλιού έπιαναν τις μύτες με ένα κλωνάρι
απ άκρη σ άκρη.Σήμερα είχαν χαρές. Από τα παράθυρα έβγαινε ένα χαμόγελο ίσα με τον ήλιο και κείνες οι μουσικές μέλισσες τριγυρνούσαν πέταλο στο πέταλο να αρμενίσουν οι νότες στα περβάζια , να πετάξουν στα κεραμίδια , φτερά στον άνεμο στα πλήκτρα του τραγουδιού .Ήταν τ αρραβωνιάσματα του Διονύση
με την Αθηνά κι όλα γελούσαν .Μέρες πριν ο Διονύσης
μίλησε στο τηλέφωνο με τον Γιάννη να τον καλέσει.
Θα προσπαθήσω του είχε πει . Στεναχωρήθηκε για λίγο
ο Διονύσης μα σαν έφερε στο νου την Αθηνά όλα ξεχάστηκαν.Ο Παναγής μίλησε κι αυτός με το γιο του .
Από παιδιά είστε μαζί του είπε ,γίνεται να λείπεις; Μέσα του ήξερε κι αυτός πως δε θα ρθει. Πάει καιρός που και σε κείνους ακόμη δεν ήταν ίδιος . Τους επισκέπτονταν που και που , πάντα με γεμάτα χέρια δε λέω σκέφτηκε, μα αυτό του λείπε; Το γέλιο του μωρέ ..αυτό λαχταρούσε.Κι ύστερα ποιος άκουγε πάλι τη γκρίνια
της κυρά Αλεξάνδρας;Κείνο το μαθημένο πια μας ξέχασε.
Και τι να της πει . Όχι πως δεν έβρισκε δικαιολογίες μα να καμιά φορά κόμπιαζε κι ο ίδιος Ας είναι καλά το παιδί έλεγε . Κι εκεί σφράγιζε τα χείλη κι η Αλεξάνδρα
Ο Αρραβώνας έγινε, ο χρόνος κάθε μέρα έκαιγε
κι ένα σπίρτο του,ο Διονύσης προχωρούσε τη δουλειά του,
σιγά σιγά πήρε κι ένα δεύτερο πτυχίο Βιομηχανικού
σχεδιασμού ,δούλευε και σαν ωρομίσθιος εκπαιδευτικός,
ε! με δύο δουλειές τα κατάφερνε να στρώνει τη ζωή του
όπως χτίζουν τα όνειρα . Νερό στο φτερό και χώμα
στο αυλάκι. Η Άστρον Α.Ε. μάζευε λεφτά ,ο Γιάννης
στο πόστο του κι ένα πρωινό του ανακοινώθηκε πως
η εταιρεία θα κάνει σεμινάριο και πως κάποιος πολύ
σπουδαίος θα ρθει να τους ενημερώσει .
Μέσα σε όλα θα πρότεινε και νέες υποδομές ηλεκτρονικών συσκευών για επαγγελματικούς χώρους . Καθόλου δε του άρεσε του Γιάννη μέχρι τώρα ο Θανασάκης για ότι ήθελε ρωτούσε εκείνον .
Τώρα τι; θα τον παράβλεπε για να ακούσει κάποιον ξένο;
Είχανε γίνει φίλοι τρώγανε μαζί ,στις αγορές για την εταιρεία ήταν ο πρώτος ακόλουθος του . Τώρα τι; Το σημερινό διάλειμμα της μισής ώρας θα το αφιέρωνε σ αυτό . Δεν θα περνούσε έτσι θα μιλούσε τον Θανασάκη
Δωδεκάμισι με μια το μεσημέρι το διάλειμμα. Το στομάχι του γουργούριζε απ την πείνα και ως τις πέντε τ απόγευμα που θα σχολούσε πως θα κρατιόταν. Μα δε βαριέσαι μια μέρα ειναι αλλά θα το λύσω το θέμα σκέφτηκε. Ρώτησε τη Μάγδα την ιδιαιτέρα του Κου Δημητρίου αν είναι μέσα κι αφού εκείνη με ένα νεύμα του απάντησε ναι ..προχώρησε στο γραφείο του . Άρχισε να τον ρωτά για την χρησιμότητα του σεμιναρίου προσπαθώντας να του θυμίσει πως μέχρι τώρα όλα τα λέγανε αυτό γιατί το έμαθε τελευταίος; Γιάννη μου καιρό τώρα σκέφτομαι την επέκταση της Άστρον βρέθηκε και ο κατάλληλος χώρος και μιας και το αλισβερίσι μας με το εξωτερικό καλά κρατεί θα αρχίσουμε να εισάγουμε ανταλλακτικά και θα συναρμολογούμε εδώ ,κάποια παιδικά παιχνίδια ηλεκτρονικά ,με τη φίρμα της Αστρον Μάλιστα σκέφτομαι να σε βάλω στο πόστο αυτό εσένα μιας και κατέχεις σωστά το επάγγελμα . Δουλειές Γιάννη μου δουλειές εξελισσόμαστε . Στην συζήτηση μπήκε και ο τόπος . Το Λευκοχώρι μια ώρα διαδρομή από την Άστρον . Ένα παλιό εργοστάσιο ήταν το ψευτοφτιάξαμε
θα ακούσουμε τις προτάσεις του Κου Αυγερινού για τις εγκαταστάσεις και ξεκινάμε
Ο Γιάννης ένιωσε να χάνεται η γη κάτω απ τα πόδια του .Κάλυψε τα μάτια του με ένα χαμηλωμένο βλέμμα και για να μην φανεί η ταραχή του ένα ωραία...τα ξαναλέμε ,είπε στον Θανασάκη . Να προλάβω να τσιμπήσω κάτι. Βγαίνοντας απ το γραφείο νόμιζε θα σωριαστεί .
Με γρήγορα βήματα έφτασε στο δικό του χώρο . Κάθισε σαν από κουρασμένος χρόνια κι έβαλε τα χέρια στους κροτάφους του .Τι να πρωτοσυμαζεψει στις σκέψεις του .
Ο σπουδαίος Κος Αυγερινού ήταν ο φίλος του ο Διονύσης που είχε χρόνια να δει . Το εργοστάσιο μια ώρα δρόμος, αμ τ άλλο ; υπεύθυνος παιδικών παιχνιδιών σε ένα παλιό φτιαγμένο κτίριο;
'' τροχός η ζωή κι αλίμονο σ αυτόν που μόνο ίσια κοιτά''
Να που έφτασε η μέρα κι ήταν τόσο αγχωμένη που ο ιδρώτας της έτρεχε καταμεσής της σκέψης . Θα συναντούσε τον παλιό του φίλο .
Κάποιες σκυφτές ενοχές γύριζαν γύρω του μουρμουρίζοντας στιγμές που δεν γνώρισε Θα του μιλούσε άραγε; εδώ που τα λέμε θα είχε τα δίκια του να κάνει πως δεν τον γνώριζε .Μα δεν ήταν τέτοιος ο Διονύσης ..μήπως εκείνος ήταν;
Μια ελαφρόπετρα έκατσε στο νου του κι εκείνος βάζο με λουλούδια την είδε . Μπας και δεν αγάπαγε τον Διονύση; τόσες ζωές μαζί . Σβούριζαν άηχα ,τα λόγια του
στο στέρνο του κι ο Γιάννης που θα πρεπε να σκέφτεται
τώρα την αίθουσα,το έδρανο ,τα λόγια στο μόνο
που σεργιανούσαν ήταν στο παιδί που ξύπνησε μέσα του.
Τα χέρια του νιούτσικα κλαριά που πασπάτευαν το χώμα
να φανούν τα μπόλια τους .Ο βυθός της ματιάς του
ένα ξεπεταρούδι κύμα που ωκεανός ήθελε να μοιάσει .
Γυμνές φυλλωσιές του που νόμιζαν πως αν ξεχωρίσουν το δέντρο θα φανεί στο ξέφωτο το δάσος . Ύστερα πάλι γέμισε τη θωριά του με κείνο το Λευκοχώρι
Α !! τούτη η διαδρομή πως μύριζε πρασινάδα κι οι λεύκες που πλάι απ το δρόμο στεκόταν μες το μισό του χειμώνα, πως ίσκιοι να κρατιούνται τα πουλιά γίνονταν .
Το μικρό παλιό γεφύρι φόρτωνε κομμάτια πάγου να νοτίζουν τα σπασμένα καλάμια . Κι έπειτα τι; λίγο το χεις
να φτιάχνεις παιχνίδια ; πόσα τρυφερούδια θα αγγίξουν
τη χαρά ,θα παίξουν με το τρεχαλητό, θα κρυφτούν
μέσα σε ένα σιδερένιο μικροσκοπικό τζιπ να ταξιδέψουν .
Άσε που δε θα είχε πια τα ματογυάλια να ψαχουλέψουν
τη σκιά του.Θα μπορούσε βρε αδερφέ να φτερνιστεί
δίχως να τρομάξει το πάτωμα στη σιωπή του .
Πέντε - έξι νοματαίοι θα ήταν εκεί θα άκουγε
το γέλιο τους .Και τ' άλλο; δεν θα χρειαζόταν πια
κουστούμια κι έτσι τα τζιν του θα κράταγαν στις τσέπες
για κάτι που θέλει να χαρεί .Όλα σήμερα ήταν αλλιώς .
Ίσως ο ερχομός του Διονύση να έβγαλε απ τον λήθαργο
κείνα τα μικρά καμπανάκια που κουβαλούν όλα
τα μυρωδάτα ξόρκια της αγάπης. Όχι πως θα χάριζε
στην ΆΣΤΡΟΝ Α.Ε. θα τα έπαιρνε τα δίκια του .
Μα τώρα ήξερε τι θα χε για μπροστάρη .
''Το παλεύεις το δίκιο δε το περιμένεις ψιθύρισε'' .
Η ώρα πλησίασε . Στρώθηκε σε μια καρέκλα
από τη μπροστινή σειρά απ τους πρώτους . Σε λίγο
φάνηκε από την πόρτα της αίθουσας εκδηλώσεων
ο Κος Δημητρίου με τη συνοδεία του .Με απλωμένο
το χέρι σαν άλλος ξεχασμένος ιππότης έκανε ένα νεύμα
στο διπλανό του ..περάστε .
Ο Διονύσης ..ο δικός του Διονύσης . Η καρδιά του κόντευε
να σπάσει τα έχασε .Τι θα κανε πως θα του μιλούσε;
Τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω του
Ένα λαχανιασμένο περπάτημα έκανε κρότο .
Ο Διονύσης έκανε πιο γρήγορο το βήμα στο
αντίκρισμα του και νατονε .Με μια δυνατή αγκαλιά
κι ένα χτύπημα στην πλάτη ,όπως τότε όπως παλιά
τα πάντα λύθηκαν.
''Πόσο φτωχά είναι τα λόγια καμιά φορά ''.
Ο Θανασάκης έμεινε αποσβολωμένος . Κάποια στιγμή
που βρήκε την αυτοκυριαρχία του ρώτησε .. μα γνωρίζεστε;
Μα είμαστε φίλοι απάντησαν και οι δυο με ένα στόμα .
Και πόσο χαρούμενο ακούστηκε που ξέσπασαν σε γέλια .
Σε λίγο το σεμινάριο άρχισε . Ο Κος Δημητριου προλόγισε τα αναμενόμενα οφέλη της εταιρίας κι ύστερα έδωσε τον λόγο στον Διονύση . Ο Γιάννης παρακολουθούσε το φιλαράκι με καμάρι χαμογελώντας ως το μεδούλι του .
Το τέλος του σεμιναρίου τους βρήκε μαζί στην έξοδο να κουβεντιάζουν τι ώρα θα βρεθούν στο παλιό στέκι . Καινούργια αρχή λοιπόν.
Πόσες αρχές έχει άραγε ετούτη η ζωή και πως μπερδεύει η κλωστή την άκρη της να δει που είναι η δύση και που η ανατολή .
Μα να που ότι δεν βρίσκει λόγο μέσα στα πόδια σου σιωπή
μια στιγμή και μια αγκαλιά γίνεται όλον και ζωή , νόημα και αξία η αληθινή φιλία.
lena Monastiriotou
οι οικονομίες των γονιών του ,λίγο οι δικές του από την τεχνική εταιρεία που συνεργαζόταν, κάτι τυχερά που έβγαιναν στο δρόμο με λιγοστές ανακαινίσεις, ένα μικρό σπιτάκι το κατάφερε. Μα σήμερα ακόμη κι ο βασιλικός στις αυλές είχε στήσει το μπόι του να απλώσει η μοσχοβολιά του. Οι μυρουδιές από ψημένη ζύμη και το βράσιμο από γλυκό του κουταλιού έπιαναν τις μύτες με ένα κλωνάρι
απ άκρη σ άκρη.Σήμερα είχαν χαρές. Από τα παράθυρα έβγαινε ένα χαμόγελο ίσα με τον ήλιο και κείνες οι μουσικές μέλισσες τριγυρνούσαν πέταλο στο πέταλο να αρμενίσουν οι νότες στα περβάζια , να πετάξουν στα κεραμίδια , φτερά στον άνεμο στα πλήκτρα του τραγουδιού .Ήταν τ αρραβωνιάσματα του Διονύση
με την Αθηνά κι όλα γελούσαν .Μέρες πριν ο Διονύσης
μίλησε στο τηλέφωνο με τον Γιάννη να τον καλέσει.
Θα προσπαθήσω του είχε πει . Στεναχωρήθηκε για λίγο
ο Διονύσης μα σαν έφερε στο νου την Αθηνά όλα ξεχάστηκαν.Ο Παναγής μίλησε κι αυτός με το γιο του .
Από παιδιά είστε μαζί του είπε ,γίνεται να λείπεις; Μέσα του ήξερε κι αυτός πως δε θα ρθει. Πάει καιρός που και σε κείνους ακόμη δεν ήταν ίδιος . Τους επισκέπτονταν που και που , πάντα με γεμάτα χέρια δε λέω σκέφτηκε, μα αυτό του λείπε; Το γέλιο του μωρέ ..αυτό λαχταρούσε.Κι ύστερα ποιος άκουγε πάλι τη γκρίνια
της κυρά Αλεξάνδρας;Κείνο το μαθημένο πια μας ξέχασε.
Και τι να της πει . Όχι πως δεν έβρισκε δικαιολογίες μα να καμιά φορά κόμπιαζε κι ο ίδιος Ας είναι καλά το παιδί έλεγε . Κι εκεί σφράγιζε τα χείλη κι η Αλεξάνδρα
Ο Αρραβώνας έγινε, ο χρόνος κάθε μέρα έκαιγε
κι ένα σπίρτο του,ο Διονύσης προχωρούσε τη δουλειά του,
σιγά σιγά πήρε κι ένα δεύτερο πτυχίο Βιομηχανικού
σχεδιασμού ,δούλευε και σαν ωρομίσθιος εκπαιδευτικός,
ε! με δύο δουλειές τα κατάφερνε να στρώνει τη ζωή του
όπως χτίζουν τα όνειρα . Νερό στο φτερό και χώμα
στο αυλάκι. Η Άστρον Α.Ε. μάζευε λεφτά ,ο Γιάννης
στο πόστο του κι ένα πρωινό του ανακοινώθηκε πως
η εταιρεία θα κάνει σεμινάριο και πως κάποιος πολύ
σπουδαίος θα ρθει να τους ενημερώσει .
Μέσα σε όλα θα πρότεινε και νέες υποδομές ηλεκτρονικών συσκευών για επαγγελματικούς χώρους . Καθόλου δε του άρεσε του Γιάννη μέχρι τώρα ο Θανασάκης για ότι ήθελε ρωτούσε εκείνον .
Τώρα τι; θα τον παράβλεπε για να ακούσει κάποιον ξένο;
Είχανε γίνει φίλοι τρώγανε μαζί ,στις αγορές για την εταιρεία ήταν ο πρώτος ακόλουθος του . Τώρα τι; Το σημερινό διάλειμμα της μισής ώρας θα το αφιέρωνε σ αυτό . Δεν θα περνούσε έτσι θα μιλούσε τον Θανασάκη
Δωδεκάμισι με μια το μεσημέρι το διάλειμμα. Το στομάχι του γουργούριζε απ την πείνα και ως τις πέντε τ απόγευμα που θα σχολούσε πως θα κρατιόταν. Μα δε βαριέσαι μια μέρα ειναι αλλά θα το λύσω το θέμα σκέφτηκε. Ρώτησε τη Μάγδα την ιδιαιτέρα του Κου Δημητρίου αν είναι μέσα κι αφού εκείνη με ένα νεύμα του απάντησε ναι ..προχώρησε στο γραφείο του . Άρχισε να τον ρωτά για την χρησιμότητα του σεμιναρίου προσπαθώντας να του θυμίσει πως μέχρι τώρα όλα τα λέγανε αυτό γιατί το έμαθε τελευταίος; Γιάννη μου καιρό τώρα σκέφτομαι την επέκταση της Άστρον βρέθηκε και ο κατάλληλος χώρος και μιας και το αλισβερίσι μας με το εξωτερικό καλά κρατεί θα αρχίσουμε να εισάγουμε ανταλλακτικά και θα συναρμολογούμε εδώ ,κάποια παιδικά παιχνίδια ηλεκτρονικά ,με τη φίρμα της Αστρον Μάλιστα σκέφτομαι να σε βάλω στο πόστο αυτό εσένα μιας και κατέχεις σωστά το επάγγελμα . Δουλειές Γιάννη μου δουλειές εξελισσόμαστε . Στην συζήτηση μπήκε και ο τόπος . Το Λευκοχώρι μια ώρα διαδρομή από την Άστρον . Ένα παλιό εργοστάσιο ήταν το ψευτοφτιάξαμε
θα ακούσουμε τις προτάσεις του Κου Αυγερινού για τις εγκαταστάσεις και ξεκινάμε
Ο Γιάννης ένιωσε να χάνεται η γη κάτω απ τα πόδια του .Κάλυψε τα μάτια του με ένα χαμηλωμένο βλέμμα και για να μην φανεί η ταραχή του ένα ωραία...τα ξαναλέμε ,είπε στον Θανασάκη . Να προλάβω να τσιμπήσω κάτι. Βγαίνοντας απ το γραφείο νόμιζε θα σωριαστεί .
Με γρήγορα βήματα έφτασε στο δικό του χώρο . Κάθισε σαν από κουρασμένος χρόνια κι έβαλε τα χέρια στους κροτάφους του .Τι να πρωτοσυμαζεψει στις σκέψεις του .
Ο σπουδαίος Κος Αυγερινού ήταν ο φίλος του ο Διονύσης που είχε χρόνια να δει . Το εργοστάσιο μια ώρα δρόμος, αμ τ άλλο ; υπεύθυνος παιδικών παιχνιδιών σε ένα παλιό φτιαγμένο κτίριο;
'' τροχός η ζωή κι αλίμονο σ αυτόν που μόνο ίσια κοιτά''
Να που έφτασε η μέρα κι ήταν τόσο αγχωμένη που ο ιδρώτας της έτρεχε καταμεσής της σκέψης . Θα συναντούσε τον παλιό του φίλο .
Κάποιες σκυφτές ενοχές γύριζαν γύρω του μουρμουρίζοντας στιγμές που δεν γνώρισε Θα του μιλούσε άραγε; εδώ που τα λέμε θα είχε τα δίκια του να κάνει πως δεν τον γνώριζε .Μα δεν ήταν τέτοιος ο Διονύσης ..μήπως εκείνος ήταν;
Μια ελαφρόπετρα έκατσε στο νου του κι εκείνος βάζο με λουλούδια την είδε . Μπας και δεν αγάπαγε τον Διονύση; τόσες ζωές μαζί . Σβούριζαν άηχα ,τα λόγια του
στο στέρνο του κι ο Γιάννης που θα πρεπε να σκέφτεται
τώρα την αίθουσα,το έδρανο ,τα λόγια στο μόνο
που σεργιανούσαν ήταν στο παιδί που ξύπνησε μέσα του.
Τα χέρια του νιούτσικα κλαριά που πασπάτευαν το χώμα
να φανούν τα μπόλια τους .Ο βυθός της ματιάς του
ένα ξεπεταρούδι κύμα που ωκεανός ήθελε να μοιάσει .
Γυμνές φυλλωσιές του που νόμιζαν πως αν ξεχωρίσουν το δέντρο θα φανεί στο ξέφωτο το δάσος . Ύστερα πάλι γέμισε τη θωριά του με κείνο το Λευκοχώρι
Α !! τούτη η διαδρομή πως μύριζε πρασινάδα κι οι λεύκες που πλάι απ το δρόμο στεκόταν μες το μισό του χειμώνα, πως ίσκιοι να κρατιούνται τα πουλιά γίνονταν .
Το μικρό παλιό γεφύρι φόρτωνε κομμάτια πάγου να νοτίζουν τα σπασμένα καλάμια . Κι έπειτα τι; λίγο το χεις
να φτιάχνεις παιχνίδια ; πόσα τρυφερούδια θα αγγίξουν
τη χαρά ,θα παίξουν με το τρεχαλητό, θα κρυφτούν
μέσα σε ένα σιδερένιο μικροσκοπικό τζιπ να ταξιδέψουν .
Άσε που δε θα είχε πια τα ματογυάλια να ψαχουλέψουν
τη σκιά του.Θα μπορούσε βρε αδερφέ να φτερνιστεί
δίχως να τρομάξει το πάτωμα στη σιωπή του .
Πέντε - έξι νοματαίοι θα ήταν εκεί θα άκουγε
το γέλιο τους .Και τ' άλλο; δεν θα χρειαζόταν πια
κουστούμια κι έτσι τα τζιν του θα κράταγαν στις τσέπες
για κάτι που θέλει να χαρεί .Όλα σήμερα ήταν αλλιώς .
Ίσως ο ερχομός του Διονύση να έβγαλε απ τον λήθαργο
κείνα τα μικρά καμπανάκια που κουβαλούν όλα
τα μυρωδάτα ξόρκια της αγάπης. Όχι πως θα χάριζε
στην ΆΣΤΡΟΝ Α.Ε. θα τα έπαιρνε τα δίκια του .
Μα τώρα ήξερε τι θα χε για μπροστάρη .
''Το παλεύεις το δίκιο δε το περιμένεις ψιθύρισε'' .
Η ώρα πλησίασε . Στρώθηκε σε μια καρέκλα
από τη μπροστινή σειρά απ τους πρώτους . Σε λίγο
φάνηκε από την πόρτα της αίθουσας εκδηλώσεων
ο Κος Δημητρίου με τη συνοδεία του .Με απλωμένο
το χέρι σαν άλλος ξεχασμένος ιππότης έκανε ένα νεύμα
στο διπλανό του ..περάστε .
Ο Διονύσης ..ο δικός του Διονύσης . Η καρδιά του κόντευε
να σπάσει τα έχασε .Τι θα κανε πως θα του μιλούσε;
Τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω του
Ένα λαχανιασμένο περπάτημα έκανε κρότο .
Ο Διονύσης έκανε πιο γρήγορο το βήμα στο
αντίκρισμα του και νατονε .Με μια δυνατή αγκαλιά
κι ένα χτύπημα στην πλάτη ,όπως τότε όπως παλιά
τα πάντα λύθηκαν.
''Πόσο φτωχά είναι τα λόγια καμιά φορά ''.
Ο Θανασάκης έμεινε αποσβολωμένος . Κάποια στιγμή
που βρήκε την αυτοκυριαρχία του ρώτησε .. μα γνωρίζεστε;
Μα είμαστε φίλοι απάντησαν και οι δυο με ένα στόμα .
Και πόσο χαρούμενο ακούστηκε που ξέσπασαν σε γέλια .
Σε λίγο το σεμινάριο άρχισε . Ο Κος Δημητριου προλόγισε τα αναμενόμενα οφέλη της εταιρίας κι ύστερα έδωσε τον λόγο στον Διονύση . Ο Γιάννης παρακολουθούσε το φιλαράκι με καμάρι χαμογελώντας ως το μεδούλι του .
Το τέλος του σεμιναρίου τους βρήκε μαζί στην έξοδο να κουβεντιάζουν τι ώρα θα βρεθούν στο παλιό στέκι . Καινούργια αρχή λοιπόν.
Πόσες αρχές έχει άραγε ετούτη η ζωή και πως μπερδεύει η κλωστή την άκρη της να δει που είναι η δύση και που η ανατολή .
Μα να που ότι δεν βρίσκει λόγο μέσα στα πόδια σου σιωπή
μια στιγμή και μια αγκαλιά γίνεται όλον και ζωή , νόημα και αξία η αληθινή φιλία.
lena Monastiriotou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου