Κάποτε βρέθηκαν
ο ήλιος η θάλασσα ο άνεμος
ο ήλιος η θάλασσα ο άνεμος
κι η γη σε ένα
τραπέζι
Θέλοντας να
δείξουν
τη δύναμη τους
έδειξαν με το δάχτυλο
ένα ολάνθιστο αρμυρίκι
τη δύναμη τους
έδειξαν με το δάχτυλο
ένα ολάνθιστο αρμυρίκι
Το βλέπεις αυτό; είπε η θάλασσα
μπορώ να πετάξω το κύμα μου
και να το πνίξω στη στιγμή
Σφύριξε ο άνεμος
λικνίζοντας τα φύλλα
μπορώ να φυσήξω
τόσο δυνατά
που να σπάσω το
μίσχο του
κι έτσι μαραμένο να
κοιμηθεί
Σιγά είπε ο
ήλιος
δυο τρεις ηλιαχτίδες μου
και το έκαψα
δυο τρεις ηλιαχτίδες μου
και το έκαψα
Άρχισε να γελά η
γη
σμίξαν τα φρύδια κι οι τρεις
σμίξαν τα φρύδια κι οι
Θυμωμένοι καθώς
ήταν
τη ρώτησαν γιατί γελά
τη ρώτησαν γιατί γελά
Και να το πνίξεις
θάλασσα μου
και να το σπάσεις
ανεμάκι μου
και να το κάψεις ήλιε μου
τη ρίζα του στα σπλάχνα μου κρατώ
με μια αγκαλιά κι ένα φιλί μου
θα αναστηθεί ο μίσχος του
και να το κάψεις ήλιε μου
τη ρίζα του στα σπλάχνα μου κρατώ
με μια αγκαλιά κι ένα φιλί μου
θα αναστηθεί ο μίσχος του
η γύρη του θα βρει
φωλιά
τα φύλλα θα
απλώσουν τα φτερά
και τ άρωμα του θα μεθά
όποιον στα μάτια το κοιτά
'' βαθύ το σκάμμα της ψυχής ''
και τ άρωμα του θα μεθά
όποιον στα μάτια το κοιτά
'' βαθύ το σκάμμα της ψυχής ''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου