Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

Τραγούδα βρε Λουκία

Και κάθε μέρα ένα καινούργιο ωχ
και που να το βάλεις
γέμισαν τόσο οι τσέπες από δαύτα
Έτσι κι ο Μηνάς ξεφλουδισμένος γυρνούσε
μες το σπίτι παραμιλώντας στο πρωινό
σαν και θα του απαντούσε να του λεγε

τουλάχιστον τι χαμπέρια θα του δινε σήμερα
μ αυτό το νοίκι που δεν κατάφερνε
να μεγαλώσει το μπόι του στα γρόσια 

της χούφτας του να φίμωνε το στόμα 
του μπάρμπα Θόδωρου.
Έχω ανάγκες Μηνά πρέπει να με πληρώσεις
η Δήμητρα η κόρη του μεγαλωμένη
με φώτα βιτρίνας ήθελε να κάμει το χρονιάτικο
ταξίδι της στο Παρίσι .. τίποτα δεν της χώραγε
απ τα περσινά της ρούχα ..καλοφαγού βλέπεις
Καταλάβαινε ο Μηνάς μα τι να κάμει
το μικρό ψιλικατζίδικο στη γειτονιά ήταν
Δεν είχε πολύ περασιά .
Κι ύστερα λιγόστεψαν τα τσιγάρα 

κι οι σοκολάτες πια είδος πολυτελείας .
Καμιά φορά του τραγουδούσε η κυρα Λουκία
α !! είχε ωραία φωνή η γυναίκα του
ξεμυαλίστρα του νου του την έλεγε
Σήμερα λοιπόν το αποφάσισε
κείνες τις μικρές οικονομίες 

που είχε στην τράπεζα θα τις σήκωνε 
για το νοίκι για ώρα ανάγκης έλεγε,
μα μήπως τούτη η ριμάδα 
η ανάγκη είχε ένα όνομα;
όπως και να την έλεγες στα πόδια γυρνούσε .
Να κοίτα τώρα ανάγκη λέει ο Θόδωρος ανάγκη και το νοίκι
ανάγκη το νέο προφίλ της Δημητρας ανάγκη 

και το μισοάδειο ψυγείο.
Άνοιξε το κονσερβοκούτι των πλασματικών ιδεών α !! εκεί όλα ήταν ωραία . 
Από κανάλι σε κανάλι μάθαινε για το πως
μαγειρεύεις αστακούς τι όμορφα που περνά ο κόσμος ανταλλάσσοντας
τις κατσαρόλες με την εικόνα,έτσι να ζωντανέψει λίγο βρε αδερφέ .
Α !!πέτυχε και τις πολιτικές διασταυρώσεις 
αφεντολόι που θαρρεις και μετρημένα  ανταμωνε λαφυρα σε διαφορετικό ρυθμό . 
Ωπ κι εδώ η λέξη ανάγκη ..ανάγκη κατανόησης
στο σύστημα γιατι πρέπει να βαδίζει τόσο σάπιο

που η αναλγησία να χτυπά στο κόκκινο και να ραγίζει πάλι για να ξυπνήσει 
το χαμένο έδαφος ανάγκη φίλε μου ανάγκη . 
Ανάγκη και πόσες ανάγκες πάτησαν η μια την αλλη να υψωθει 
το μποι και εκεινο λαστιχωτό χτυπά κατά το θέλημα του κύρη του .
Βρε μπας και τούτη η λέξη τόσες γλώσσες έμαθε μονάχα 
για να μην ξεχωρίζουν τα σπάρτα απ τα άσπαρτα;
Φόρεσε το σακάκι του να φύγει . Ευτυχώς μικρός ο δρόμος απ την τράπεζα
θα τα βγάλετε όλα; ρώτησε ο ταμίας λες και μιλούσε για στοίβες άχυρων
350 ευρώ όλα κι όλα ε και λίγο συμπλήρωμα που μάζεψε
θα τέλειωνε τούτο το πανηγύρι του πνιγμού .
Ο κυρ Θόδωρος μες τη χαρά μόλις του τηλεφώνησε έτρεξε
να παραλάβει το απόθεμα της κακιάς ώρας .
Σε ευχαριστώ κυρ Μηνά μου ανάγκες βλέπεις . άντε πάλι μουρμούρισε
Μπάς κι αυτής της λέξης χρειάζεται να της φορέσουμε δίχτυα ; ψιθύρισε
μα μόνος τ άκουσε . Δεν είχε πια άλλο όρεξη για δουλειά κλείδωσε το μαγαζί έτσι κι αλλιώς άνθρωπος δεν πατούσε και κίνησε για το σπίτι .
Μπαίνοντας βρήκε τη Λουκία του να τηγανίζει σαρδέλες
Αχ βρε ξεμυαλίστρα μου πιάσε μου το τραγούδι της ζήτησε
Τον κοίταξε απορημένη μα καθώς και της ίδιας της άρεσε άρχισε να τραγουδά
Την κράτησε αγκαλιά και σιγομουρμούρισε .. αει στο καλό σου ανάγκη
κάποτε θα μάθεις να ξεχωρίζεις τα σκαλιά σου !


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου