Κουράστηκε τόσο η ψυχή μου
Τόσα μαύρα ποτάμια τόσοι καπνοί να πνίγουν τον ήλιο ,
δάκρυα που αμάζευτα σέρνανε την άσφαλτο .
Πεθύμησα φως λίγο φως .
Άφησα τα πόδια λευτερα κι αυτά στο δάσος με πήγαν
Απόλυτη ησυχία .Μονάχα λιγες φυλλωσιές κινιόταν
Και κεινα τα μυρμήγκια που αμέριμνα
κουβαλούσαν το βιός τους .Πιστοί εργάτες
Α!! και να δεις τη στιβαξιά πως προσέχουν
Ψηλόκορμα ζευγάρια φιλιόταν στον άνεμο
Και κεινα τα φτερωτά με τις κορώνες τους κατόπι με πήραν .
Σαν συντρόφια που κρυφά θα με γνώριζαν στον καπετάν
γνώστη της άνοιξης
Γνώρισα και τι δε γνώρισα
Λαγοπόδαρους που έτρεχαν στο κυνηγητό του χρόνου
πιτσιλωτές κυράδες που άπλωναν τις πλεξούδες στα χόρτα
λαφίνες που κόρδωναν την ομορφιά
Περγαμηνές που θα ρθουν στα μελλούμενα
ψιθύριζαν πως πάνω στα κληματάρια,
κρέμονταν ασπίδες ξύλου με μυτερά κλαριά ,
σιμώνουν να οργώσουν τον κόσμο
αναθάρρεψα σαν απ τη γύρη τους να ήπια
νέκταρ από το σίτεμα μελιού κι άγουρης νιότης το φιλί
κι εγώ που νόμιζα πως μόνος σαν Δον Κιχώτης
τριγυρνούσα πως φίλεψα το κάστρο της γης στο στέρνο
και το τραγούδι μου έβρισκε το σκοπό του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου