Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

Ξυπνάς κουρασμένος
και τούτο το βράδυ ξεχάστηκαν τα όνειρα
σε μιας σπηλιάς την αστραπή
πέτρωσαν στον κύκλο της σιωπής
Σ ένα αλήτη καιρό ξαγρυπνάς
με μάτια κλειστά σε δρόμο γυαλί
Παραμονεύει το τίποτα σε κοιτά το γιατί
κι η αλμύρα στα χείλη δεν αργεί να φανεί
Ρακοντυμένη η ψυχή περπατά σ άγνωστους δρόμους 
σέρνει βήματα μοναξιάς θωπεύοντας ίχνη ερημιάς
σκουριασμένες κηλίδες του ελέους ζητάς

κόντρα στο πουθενά τρέχει μια σταγόνα χαράς
στον αλήτη καιρό ρίχνει πείσμα.. στανιό
η θολή σου ανάσα φωτιά σιγοκαίει στεγανά
αλυχτά σε σοκάκι φιλιωμένης προσμονής
κρατά τα φτερά μιας μικρής ηλιαχτίδας

''κι άλλοι πέρασαν καιροί τράνταζαν ουρανό και γη''

μα η ελπίδα μάνα με μυρωμένη αχτίδα
γεννά του ανέμου παιδιά στου ήλιου την δροσοσταλιά
καρπούς με γεύση του μελιού κι από υφή μετάξι
στο γαλανό του ουρανού τάζει αμέτρητα πουλιά
στρώνει λευκό για ξαστεριά
Κοίτα .. κοίτα ψηλά δε χάθηκε η ανατολή
κάθε ξημέρωμα σε κάθε χαραυγή
σταλάζει …ένα της …φιλί


απ το αγκάθι μυρίζει ανθός !


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου