Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

Πλατεία περιστεριών

Αυτό το μικρό σαλονάκι πάντα του άρεσε ,γωνία Αριστοτέλους και Ερμού
Τα μικρά ξύλινα τραπέζια θύμιζαν παλιές φωτογραφίες του παππού Γιάννη κι εκείνος
που μαζί του πήρε μπόι, κάτι από ζεστασιά σκάλωνε στα πόδια του 
καθώς έπινε τον καφέ του ήσυχος και ήρεμος σαν μια κουκκίδα αχνιστής μυρουδιάς
Χαμήλωσε το βλέμμα απ τις φωνές κι ανέβασε τα φρύδια ρίχνοντας τα γυαλιά του
στη μέση της μύτης θαρρείς κι αν κατέβαιναν θα άκουγε καλύτερα μ αυτά
Ή που πρέπει να συμφωνεί με σένα ή που θα τον βρίζεις και θα τον σχολιάζεις
Αγανακτισμένος ακουγόταν ο Μηνάς κι από την άλλη ο Στέλιος ωχ βρε αδερφέ μυστήριος είσαι
μια κουβέντα είπαμε . Ο καυγάς για τον Πέτρο φίλος για τον Μηνά γνωστός για τον Στέλιο
Ο Πέτρος λιγομίλητος άνθρωπος . Από κείνους της παρέας που αν έχουν κάτι να πουν θα μιλήσουν
αν όχι θα μετέχουν με την σιωπή τους , με ένα χαμόγελο η με μια κουβέντα χαμηλών τόνων .
Ήξερε να ακούει και ποτέ δεν τον ένοιαζαν τα κουτσομπολίστικα
μανιφέστα ή κείνες οι γρηγοράδες της γλώσσας που τρέχαν πριν το μυαλό . 
Τα σωθικά του που λένε τα παρεδιδε μόνο στους μπιστικούς
σε τούτους κανένα καλαμάρι του κρυφό δεν ήταν
Πολιτικοποιημένο άτομο με άποψη μα όχι από κείνους
που θα χαράμιζαν το χνώτο τους για να απαντήσουν σε βρισίματα
ή ότι άλλο βάζει ο νους με σκοπό πως το ύψος της φωνής πηδάει στη ράχη και νικάει την σιγή .
Ο Στέλιος πάλι τ ανάποδο καλός και φωνακλάς με όλους
μια κόκκινα παπούτσια μια μπλε αλλά και στα κίτρινα δεν έλεγε οχι
Εύθυμος τύπος με ένα γινάτι  που σπαγε κόκαλα μα αν δεν του περνούσε
άλλαζε ύφος κι όλους τους καλοκάρδιζε πως ήθελε ο καθένας
Το μόνο που φοβόταν την μοναξιά ήταν κι έτσι κανόνιζε πάντα να χει παρέα
Κι αν έχανε κάποιον ααα εκείνος έφταιγε . Έπλαθε ιστορίες τόσο πιστευτές
που η παράσταση θύμιζε κωμικοτραγωδία που ζήλευαν ακόμη και τα σανίδια.
Δεν ήταν κακός όχι . Μα να . ετούτο το δοξάρι να ακουμπά πρώτα
στην κεφαλή του το είχε . Πρωτιά και παρτου την ψυχή .
Όπου δεν τον έπαιρνε το δρόμο και σε άλλη πόρτα . Α ! από πόρτες γεμάτος ο μπαξές . Ο Μηνάς πάλι καθ ότι τόσα χρόνια εμποράκος του μόχθου στον καφενέ χιλιόμετρα ιστορίες είχε ακούσει . Είχε μάθει να μην χώνει τη μούρη του εκεί που δεν τον έσπερναν . Κι αν πάλι κάτι χτυπούσε στα σωθικά του πλησίαζε κι έδωνε τα χέρια να το μάθει . Μα με ένα χωρατό
τα φύτευε στο γέλιο με μια ατάκα είχε τον τρόπο του . Μα τούτο το άδικο κι άσκοπο της κατινιάς καθόλου δε το χώνευε . Ο άνθρωπος μιλά όταν θέλει να μιλά κι αγκαλιάζει όλα τα λουλούδια μα άλλα τα βάζει στο δρόσο να τα θαυμάζει άλλα να τα προσέχει μη μαραθούν , τα φυτεύει στη γη του να τα κουβαλά μαζί του  κι ένα βάζει στο πέτο έλεγε. Θυμωμένος  απευθύνθηκε
στο Στέλιο . Καλά κι εγώ σε ξέρω . Αύριο που θα ρθεί ο Πέτρος όλο χαρές
θα του είσαι έτσι για να σε βλέπουν οι άλλοι . Ανοιχτός άνθρωπος λες και τέλος . Μα να σαι ανοιχτός δε γίνεσαι κριτής πίσω του και ρόιδο μπροστά του .
Άμα είσαι πως λες αύριο πες τα μπροστά του να τ ακούσουν όλοι . Σταμάτησε ο Μηνάς σώπασε κι ο Στέλιος τραβώντας την καρέκλα που σύχασε κι αυτή καθώς τρομαγμένη ήταν από τα τριξίματα και βηματίζοντας έφτασε στην έξοδο με ένα μουρμουρητό μέσα από τα δόντια που λες και μέλισσα είχε κρυφτεί και φυλακισμένη πως ήταν ζουζούνιζε το λευτέρωμα . Ο Γιάννης ήπιε τον καφέ του μάζεψε το γυαλικό του στη θήκη μη και ξεχάσει, με ενα σήκωμα του χεριού χαιρέτισε την παρέα κι έφυγε .Ο νους του γύρευε το μερτικό του στη συζήτηση να γελάσει ή να κλάψει; Τόσο ξόδεμα για την κατσίκα του γείτονα κι ούτε μια δεκάρα στην πληρωμή της αποξένωσης ξεχρέωμα να δώσει.
Μα τώρα βουρλίζονταν οι τζίτζικες της σκέψης κι η περιέργεια είχε στήσει το χορό της Θα ρχοταν κι αύριο . Να χε άραγε δίκιο ο Μηνάς; 
Αγίου Στυλιανού . Η μέρα φεγγοβολούσε τόσο γαλάζιο που η ξαστεριά της ,θάλασσα μύριζε.
Ο Γιάννης χάζευε το λευτέρωμα των περιστεριών . Το τσιμπολόγημα τους στα ψίχουλα της πλατείας το πιοτί τους στην γαβάθα του νερού και κάθε φορά της γουλιάς κοίταγμα στον ουρανό .
Να ταν ένα ευχαριστώ που γλύτωσαν και σήμερα την πείνα τους; ποιος ξέρει . Ανάμεσα στις καμάρες ένας μουσικός με το σαντούρι του άφηνε ξέμπαρκες τις νότες να βάψουν το γύρω . Το τσίγκινο κουτί γέμιζε κουδουνίσματα ευχαριστώ για το τραγούδι που χάριζε στη μέρα. Κόσμος πάει κι έρχεται φουριόζος, γελαστός , φορτωμένος από αγωνία , κόσμος. Τόσο ίδιοι και τόσο άλλοι  Ο ίδιος αδειούχος άρα αρχηγός της μέρας του . Τα βήματα του στη γωνιά που μύριζε η χόβολη κι ο αχνιστός καφές . Η παρέα όλη εκεί έλειπε ο Πέτρος μόνο . Άφησε την καλημέρα του να πλανιέται από αυτί σε αυτί κι έκατσε στο λημέρι του ανοίγοντας το χάρτινο φυλλάδιο που τα νέα θα του λεγε. Οι ψίθυροι του κένταγαν τον ήχο . Γέλια, μιλήματα που αν τα άπλωνες θα φταναν στο Λευκό Πύργο . Δεν ξεχώριζε κουβέντες μα τούτοι οι μορφασμοί που κλεβαν απ την άκρη του ματιού του όλα του τα λεγαν . Γέλασε οι ομορφάδες της καθημερινότητας ψιθύρισε σαν εγγαστρίμυθος βάτραχος . Το απότομο άνοιγμα της πόρτας τον τρόμαξε και γύρισε το κεφάλι .
Ο Πέτρος με μάτια χαμογελαστά και κρατώντας ένα μεγάλο μπουκάλι φουριόζος μπήκε. Χρόνια πολλά βρε φίλε να σαι γερός και δυνατός είπε απευθυνόμενος στο Στέλιο κι απλώνοντας το χέρι . Μουδιασμένος λίγο ο Στέλιος ψέλλισε ένα ευχαριστώ. Βάλε μας βρε Μηνά μια τσικουδιά να πιούμε για του φίλου τη γιορτή χανιώτικη είναι και μοσχοβολά πατρίδα. Κρητικός είσαι τον ρώτησε ο Στέλιος που εκείνη τη ώρα μάθαινε τη γη του. 
Ναι μωρέ και η μέρα της γιορτής σου χαρά μου έδωκε . Από αύριο πιάνω δουλειά . Ούτε κι αυτό το ήξερε ο Στέλιος . Τι ήξερε άραγε για αυτόν ; τίποτα κι ας έβρισκε να πει. Ο Μηνάς μες τη χαρα τον αγκάλιασε κοιτάζοντας λίγο λοξά τον Στέλιο . Ο Γιάννης μετείχε στη χαρά με τις ευχές του .
Το γύρω μύριζε ανθρώπινο βασιλικό . Η ώρα πέρασε γοργά. Βλέπεις όταν μιλάει η χαρά η ώρα γίνεται στιγμή μα όταν αυτή αφήνει στίγμα ζωγραφιά χρόνια ο νους την κουβαλά .
Περπάτησε λίγο να φτάσει στη στάση . Η σκέψη του μιλούσε . Να βαζε μυαλό ο Στέλιος ; μπαα 
Ίσως όμως θυμόταν που και που τα λόγια του Μηνά και άφηνε κάπου κάπου να μιλά η καρδιά.
Μικρόκοσμος τρανός που αν του δώσεις χρώματα παίρνει πνοή το βιός .






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου