Ένας
μικρός αναζητητής
που μόλις αντίκριζε την ομορφιά
με ένα κλικ κλείδωνε τις στιγμές στο σεντούκι του
και τις έκανε ολότελα δικές του .
με ένα κλικ κλείδωνε τις στιγμές στο σεντούκι του
και τις έκανε ολότελα δικές του .
Δεν
μπορούσε κανείς να του τις πάρει .
Ακόμη
κι αυτός ό ίδιος ο χρόνος
σήκωνε τα χέρια ψηλά κι ανήμπορος κοιτούσε .
σήκωνε τα χέρια ψηλά κι ανήμπορος κοιτούσε .
Ναι
έτσι ένοιωθε. Φωτογράφος ζωής .
Πέρασε
στο λαιμό την μικρή ζώνη
που κράταγε το μυστικό του ονείρου
που κράταγε το μυστικό του ονείρου
και
κίνησε για το κυνήγι του θησαυρού .
Στο
πέτρινο σοκάκι χόρευε η μυρουδιά του βασιλικού
και μια μεγάλη πήλινη σκερτσόζα κοπελιά
του χαμογελούσε δείχνοντας της γέννας της το χώμα .
και μια μεγάλη πήλινη σκερτσόζα κοπελιά
του χαμογελούσε δείχνοντας της γέννας της το χώμα .
Σφύριζαν
οι μολόχες το σκοπό του έρωτα
στα αντικριστά μπαλκόνια
στα αντικριστά μπαλκόνια
κι
εκείνος έμεινε να αναζητά την κυρά που τις ξεδίψαγε ,
Κείνη
που έλουζε τα μαλλιά τους
με λευκό καταρράχτη στο πώμα του πότιστρου .
με λευκό καταρράχτη στο πώμα του πότιστρου .
Την
γύρευε ανάμεσα από τα ξύλινα παντζούρια
και το φως της ξεχασμένης λάμπας που ακόμα,
κράταγε την ομορφιά της στο λίκνισμα του τοίχου .
και το φως της ξεχασμένης λάμπας που ακόμα,
κράταγε την ομορφιά της στο λίκνισμα του τοίχου .
Τα
μάτια του γύμνωναν το παλιό αρχοντικό
βγάζοντας ένα ένα τα ρούχα του καιρού.
βγάζοντας ένα ένα τα ρούχα του καιρού.
Αντάμωναν
τα βιβλία τις λέξεις κι εκείνες
πέταγαν τις σκόνες τους να ξαναβγεί το ακριβό τους νόημα .
πέταγαν τις σκόνες τους να ξαναβγεί το ακριβό τους νόημα .
Σκόρπιζαν
τα πανωσέντονα οι καρέκλες να φανεί
το κύρος της περηφάνιας και του σεβασμού .
το κύρος της περηφάνιας και του σεβασμού .
Στο
πάτωμα στέκονταν ακόμα τα μικρά βήματα
που σκόρπιζαν το γέλιο και την ανεμελιά
στα ραντίσματα του ξύλου .
που σκόρπιζαν το γέλιο και την ανεμελιά
στα ραντίσματα του ξύλου .
Έμεινε
αποσβολωμένος να κοιτά έναν πίνακα ..
μια γυναίκα του μιλούσε με τους βολβούς των ματιών της .
Άκουγε στα βλέφαρα της τους χτύπους της καρδιάς του
μια γυναίκα του μιλούσε με τους βολβούς των ματιών της .
Άκουγε στα βλέφαρα της τους χτύπους της καρδιάς του
κυνηγούσε
τους παλμούς του ανάμεσα στα μακριά δάχτυλα της
κι αυτή ήσυχη και γαληνεμένη του έδειχνε τα χρώματα .
κι αυτή ήσυχη και γαληνεμένη του έδειχνε τα χρώματα .
Το
εκκρεμές του ρολογιού ξύπνησε
από τα καμώματα της σκέψης του
που έτρεχε στο χθες και στο σήμερα .
από τα καμώματα της σκέψης του
που έτρεχε στο χθες και στο σήμερα .
Απ
το παλιό τζάμι ακούστηκε ένας θόρυβος
σαν κάτι να χτύπαγε την καμπάνα της θύμησης πάνω του .
Τρόμαξε ..πήγε να δει .
σαν κάτι να χτύπαγε την καμπάνα της θύμησης πάνω του .
Τρόμαξε ..πήγε να δει .
Δύο
χελιδόνια κρατώντας στο στόμα το χτίσιμο του σπιτιού τους
φώλιαζαν
πλάι στη διάφανη κοιτίδα .
Τιτιβίζοντας
έμειναν πάνω απ το κεφάλι του .
Προσπαθούσε να καταλάβει .
Προσπαθούσε να καταλάβει .
Σαν
.. να άκουγε να του λεν …να του μιλάν για τις αξίες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου