Όταν ο φόβος γίνεται πείσμα για ζωή
τότε φοβάται ο φόβος κι αλλού
ψάχνει το μποι του να δει
Τρομοκρατία
Μια λέξη που σαν παιδί την είχα συνυφασμένη
με το σιγά .. σιγά μίλα σιγότερα.. έτσι έλεγε ο πατέρας μου
αργότερα κατάλαβα το γιατί
Ο φόβος είχε κάνει το πρώτο του σκέρτσο μέσα μου
Δούλευα και επειδή μίλαγα μου λεγαν …πολλά λες
και καμιά ώρα θα δεις την έξοδο
Νιάτα … φωνή με ορμή …δεν υπολόγιζα
ναι είναι εκείνη η ηλικία που είσαι περισσότερο αληθινός
και λιγότερο άνθρωπος
Στο κατόπι του χρόνου νασου πάλι μπροστά μου
λικνίζοντας το κορμί καμαρωτός ο φόβος
Τα παιδιά μου ..πως είναι να μεγαλώνεις σωστά ένα παιδί
τι είναι σωστό τι λάθος ..πουθενά καμία συνταγή
να αποστηθίσω και να βαδίσω πάνω σ αυτή
Θεμέλιο για την καινούργια αρχή η αγάπη που ένοιωθα
από τους γύρω μου και κείνες οι κουβέντες του πατέρα μου
που τις ρουφούσα σαν σπόγγος το νεράκι
Μεγάλωναν τα παιδιά ..μεγάλωνα κι εγώ
πανάθεμα όμως μεγάλωνε κι ο φόβος
Τρομοκρατία
μικρή νόμιζα θα πει .. όπλα ..ταγκς .. αίμα
Για δες όμως … σήμερα .. γιαγιά
δουλεύω ακόμα κι ακόμα παλεύω να μην δω την έξοδο
Περπατώ έξω από ένα δημοτικό σχολειό
φυντάνια νοτισμένα με τρομαγμένο κι απορημένο βλέμμα
καρδούλες που αντί να χαίρονται το παιχνίδι
παίζουν έναν ρόλο μεγάλου σε παιδικό σκηνικό
κορμάκια αγκαλισμένα στο ποιος μπαμπάς και ποια μαμά
έχει ακόμα δουλειά κι ο φόβος λυχνάρι που καίει στα σωθικά
Νέοι μ αποσκευές όνειρα απατηλά σε λιμάνια σε σταθμούς
ψάχνουν νέο θυμάρι σ ανέμους άγνωστους σε ξένους ουρανούς
Κι εκείνη η γενιά που έζησε περνώντας από λάβα και φωτιά
να απλώνει ένα χέρι λίγη να νοιώσει ζεστασιά
Αναρωτιέμαι .. πότε μου έλειψε ο φόβος ;;
ή μήπως δεν τον πρόσεχα γιατί με βόλευε ο χρόνος
Πισωγυρίσματα με κεραυνών ρινίσματα
κίβδηλα βήματα και αγκαλιάσματα γαμψά
ναζιστικά συνθήματα φονιά άγρια φιλήματα
αίμα που σκάει στην άσφαλτο από απελπισία
κι εγώ ζητώ να ξορκίσω το κακό
έπαψα να φοβάμαι μα τώρα πια λυπάμαι
για κείνα που δεν έσπειρα
για κεινα που δεν άκουγα για τα άλλα που ζητούσα
σαν μια άηχη φωνή μια μικρή ελεούσα
Πείσμα έγινε ο φόβος μου το δάκρυ η χαρά μου
κράτησα στην ψυχή μου εκείνο το παιδί
πεντόβολα να παίζει μια στη θύμηση και μια στο σήμερα
κρυφτό με την απόγνωση ..κυνηγητό στη λύπη
χέρσο το χώμα κι ορφανό μα έμαθα να γελώ
μ οτι βροντα απ την ψυχή μ οτι πλουτο δινει στα μάτια
και φτώχια στου άδικου την φωνή
έμαθα να κρατώ σταχυ χωράφι που να ανθίζει γη
στο κόκκινο το όνειρο κι η αγαπη αιτία κι αφορμή
και χρόνε κοίτα…είμαι εδω
υνία βάζω την ψυχή και σπόρους από υπομονή
θα σκάψω πάλι απ την αρχή μέχρι βράχος ελπίδας να φανεί
Να λοιπον που σχεδον σαράντα χρόνια μετα μιλώ ελευθερα
ζω ελευθερα ..
ελευθερα ..ελευθερα ..ελευθερα;
( Συλλογή - Αχραντες θύμησες )
τότε φοβάται ο φόβος κι αλλού
ψάχνει το μποι του να δει
Τρομοκρατία
Μια λέξη που σαν παιδί την είχα συνυφασμένη
με το σιγά .. σιγά μίλα σιγότερα.. έτσι έλεγε ο πατέρας μου
αργότερα κατάλαβα το γιατί
Ο φόβος είχε κάνει το πρώτο του σκέρτσο μέσα μου
Δούλευα και επειδή μίλαγα μου λεγαν …πολλά λες
και καμιά ώρα θα δεις την έξοδο
Νιάτα … φωνή με ορμή …δεν υπολόγιζα
ναι είναι εκείνη η ηλικία που είσαι περισσότερο αληθινός
και λιγότερο άνθρωπος
Στο κατόπι του χρόνου νασου πάλι μπροστά μου
λικνίζοντας το κορμί καμαρωτός ο φόβος
Τα παιδιά μου ..πως είναι να μεγαλώνεις σωστά ένα παιδί
τι είναι σωστό τι λάθος ..πουθενά καμία συνταγή
να αποστηθίσω και να βαδίσω πάνω σ αυτή
Θεμέλιο για την καινούργια αρχή η αγάπη που ένοιωθα
από τους γύρω μου και κείνες οι κουβέντες του πατέρα μου
που τις ρουφούσα σαν σπόγγος το νεράκι
Μεγάλωναν τα παιδιά ..μεγάλωνα κι εγώ
πανάθεμα όμως μεγάλωνε κι ο φόβος
Τρομοκρατία
μικρή νόμιζα θα πει .. όπλα ..ταγκς .. αίμα
Για δες όμως … σήμερα .. γιαγιά
δουλεύω ακόμα κι ακόμα παλεύω να μην δω την έξοδο
Περπατώ έξω από ένα δημοτικό σχολειό
φυντάνια νοτισμένα με τρομαγμένο κι απορημένο βλέμμα
καρδούλες που αντί να χαίρονται το παιχνίδι
παίζουν έναν ρόλο μεγάλου σε παιδικό σκηνικό
κορμάκια αγκαλισμένα στο ποιος μπαμπάς και ποια μαμά
έχει ακόμα δουλειά κι ο φόβος λυχνάρι που καίει στα σωθικά
Νέοι μ αποσκευές όνειρα απατηλά σε λιμάνια σε σταθμούς
ψάχνουν νέο θυμάρι σ ανέμους άγνωστους σε ξένους ουρανούς
Κι εκείνη η γενιά που έζησε περνώντας από λάβα και φωτιά
να απλώνει ένα χέρι λίγη να νοιώσει ζεστασιά
Αναρωτιέμαι .. πότε μου έλειψε ο φόβος ;;
ή μήπως δεν τον πρόσεχα γιατί με βόλευε ο χρόνος
Πισωγυρίσματα με κεραυνών ρινίσματα
κίβδηλα βήματα και αγκαλιάσματα γαμψά
ναζιστικά συνθήματα φονιά άγρια φιλήματα
αίμα που σκάει στην άσφαλτο από απελπισία
κι εγώ ζητώ να ξορκίσω το κακό
έπαψα να φοβάμαι μα τώρα πια λυπάμαι
για κείνα που δεν έσπειρα
για κεινα που δεν άκουγα για τα άλλα που ζητούσα
σαν μια άηχη φωνή μια μικρή ελεούσα
Πείσμα έγινε ο φόβος μου το δάκρυ η χαρά μου
κράτησα στην ψυχή μου εκείνο το παιδί
πεντόβολα να παίζει μια στη θύμηση και μια στο σήμερα
κρυφτό με την απόγνωση ..κυνηγητό στη λύπη
χέρσο το χώμα κι ορφανό μα έμαθα να γελώ
μ οτι βροντα απ την ψυχή μ οτι πλουτο δινει στα μάτια
και φτώχια στου άδικου την φωνή
έμαθα να κρατώ σταχυ χωράφι που να ανθίζει γη
στο κόκκινο το όνειρο κι η αγαπη αιτία κι αφορμή
και χρόνε κοίτα…είμαι εδω
υνία βάζω την ψυχή και σπόρους από υπομονή
θα σκάψω πάλι απ την αρχή μέχρι βράχος ελπίδας να φανεί
Να λοιπον που σχεδον σαράντα χρόνια μετα μιλώ ελευθερα
ζω ελευθερα ..
ελευθερα ..ελευθερα ..ελευθερα;
( Συλλογή - Αχραντες θύμησες )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου