Το μικρό κουπέ του τρένου έμοιαζε σαν μικρό κελάρι που ήταν έτοιμο
να καρπίσει διάφορα καλούδια .
Η ματιά του ανίχνευε το χώρο ψάχνοντας μια γωνιά
να ξαποστάσει την πραμάτεια που κουβαλούσε στο μέτωπο.
-Περάστε του φώναξε χαμογελώντας ένα στόμα ,
που το ένιωσε σαν σόμπα παλιάς εποχής που με τα ξύλα της άπλωνε ζεστασιά .
Βάζοντας την παλάμη στο στήθος ένδειξη ευχαρίστησης προχώρησε
αφήνοντας τον μικρό του σάκο στο σιδερένιο πάτωμα .
Έκατσε πλάι σε κείνα τα άσπρα μαλλιά που φόρτωναν τους χρόνους
σαν ένα μέλλον δικό του στα σκαλιά της ζωής .
Απέναντι τους δυο καλοντυμένες κυρίες εξιστορούσαν
τις πιέτες από τα ακριβά τους φορέματα , κι εκείνα τα στολίδια
που φάνταζαν στον λαιμό κουδούνιζαν δείχνοντας το λαμπερό τους βάρος .
-Από πού είσαι παλληκάρι μου ρώτησε ο γέροντας απλώνοντας το χέρι του
σαν ερωτηματικό που περίμενε απάντηση .
-Τούρκι εγκω τούρκι λιγο ελληνικά . Ερκομαι από Γκερμανία παω χωριό να βρω παππου μου , μαμα μπαμπας γκερμανία μετανάστοι . Παππούς Πολύκαστρο
Κρόνια Ελλάντα πάω να τους ντω.
Ο Γέροντας άπλωσε το χέρι του σκεπάζοντας τη φούχτα του Ισμαήλ και κουνώντας
το κεφάλι του είπε .. ξέρω .. ξέρω κι εγώ στην Γερμανία ήμουν πολλά χρόνια .
Και λές και οι θύμησες γίνανε χορεύτριες στα μάτια του κι άρχισε να μιλά να μιλά .
Δεν καταλάβαινε πολλά ο Ισμαήλ μα ένοιωθε τις γκριμάτσες αυτής της όμορφης ρυτίδας. Τα χρώματα που έβγαιναν από τα χείλη του ,τις λύπες στους βολβούς των ματιών του που πέρναγαν σαν στάλες ψιλής βροχής . Ο Ισμαήλ έσερνε το σβέρκο σαν εκκρεμές δηλώνοντας κατάφαση σε ότι άκουγε .. δεν καταλάβαινε όμως ένιωθε
να καρπίσει διάφορα καλούδια .
Η ματιά του ανίχνευε το χώρο ψάχνοντας μια γωνιά
να ξαποστάσει την πραμάτεια που κουβαλούσε στο μέτωπο.
-Περάστε του φώναξε χαμογελώντας ένα στόμα ,
που το ένιωσε σαν σόμπα παλιάς εποχής που με τα ξύλα της άπλωνε ζεστασιά .
Βάζοντας την παλάμη στο στήθος ένδειξη ευχαρίστησης προχώρησε
αφήνοντας τον μικρό του σάκο στο σιδερένιο πάτωμα .
Έκατσε πλάι σε κείνα τα άσπρα μαλλιά που φόρτωναν τους χρόνους
σαν ένα μέλλον δικό του στα σκαλιά της ζωής .
Απέναντι τους δυο καλοντυμένες κυρίες εξιστορούσαν
τις πιέτες από τα ακριβά τους φορέματα , κι εκείνα τα στολίδια
που φάνταζαν στον λαιμό κουδούνιζαν δείχνοντας το λαμπερό τους βάρος .
-Από πού είσαι παλληκάρι μου ρώτησε ο γέροντας απλώνοντας το χέρι του
σαν ερωτηματικό που περίμενε απάντηση .
-Τούρκι εγκω τούρκι λιγο ελληνικά . Ερκομαι από Γκερμανία παω χωριό να βρω παππου μου , μαμα μπαμπας γκερμανία μετανάστοι . Παππούς Πολύκαστρο
Κρόνια Ελλάντα πάω να τους ντω.
Ο Γέροντας άπλωσε το χέρι του σκεπάζοντας τη φούχτα του Ισμαήλ και κουνώντας
το κεφάλι του είπε .. ξέρω .. ξέρω κι εγώ στην Γερμανία ήμουν πολλά χρόνια .
Και λές και οι θύμησες γίνανε χορεύτριες στα μάτια του κι άρχισε να μιλά να μιλά .
Δεν καταλάβαινε πολλά ο Ισμαήλ μα ένοιωθε τις γκριμάτσες αυτής της όμορφης ρυτίδας. Τα χρώματα που έβγαιναν από τα χείλη του ,τις λύπες στους βολβούς των ματιών του που πέρναγαν σαν στάλες ψιλής βροχής . Ο Ισμαήλ έσερνε το σβέρκο σαν εκκρεμές δηλώνοντας κατάφαση σε ότι άκουγε .. δεν καταλάβαινε όμως ένιωθε
Ένιωθε την ανάγκη του γέροντα να μιλήσει να τον ακούσουν.
Σε λίγο θα ξεκινούσε το τρένο και η φωνή του ελεγκτή εισιτηρίων αντηχούσε .
Ένας μικροσκοπικός κύριος με ύφος αυστηρό ζήτησε από τον γέροντα το εισιτήριο
Κείνος άρχισε να ψάχνει τις τσέπες ..πουθενά και τραβώντας τις τσέπες προς τα έξω με πληγωμένο βλέμμα ,τα παλιωμένα από φθορά μικρά δισάκια του σακακιού έμεναν κούφια και άδεια . Με βλέμμα κριτή ο μικροσκοπικός άνθρωπος του φώναξε .
Περάστε έξω κύριε . Ο γέροντας άρχισε να παραμιλά ζητώντας του να τον αφήσει
να πάει στο χωριό να δει τα εγγόνια του . Οι δυο κυρίες κοιτώντας η μια την άλλη έδειχναν τον οίκτο τους σε εκείνο το γεροντάκο ψιθυρίζοντας .. τι κρίμα
Ο Ισμαήλ θύμωσε , έβαλε το χέρι στο παντελόνι βγάζοντας κάποια χαρτονομίσματα .. φωνάζοντας με τα σπασμένα του Ελληνικά ,τι κάνει ; πόσο το εισητήρι ..
Ο Ελεγκτής του απάντησε και βλέποντας τα χρήματα του έκοψε ένα καινούργιο εισιτήριο.
Τα βουρκωμένα μάτια του γέροντα και τα απλωμένα χέρια του έκαναν μια αγκαλιά τον Ισμαήλ . Εκείνος απλώνοντας τα νεανικά φτερά του .. είπε μόνο .. αι παππού.
Το τρένο ξεκίνησε το ίδιο και ο προορισμός στη ζωή .
Άλλες γλώσσες μα ίδιοι χτύποι ,άλλες πατρίδες μα ίδιο το όνειρο για ένα καλύτερο αύριο .
Σε λίγο θα ξεκινούσε το τρένο και η φωνή του ελεγκτή εισιτηρίων αντηχούσε .
Ένας μικροσκοπικός κύριος με ύφος αυστηρό ζήτησε από τον γέροντα το εισιτήριο
Κείνος άρχισε να ψάχνει τις τσέπες ..πουθενά και τραβώντας τις τσέπες προς τα έξω με πληγωμένο βλέμμα ,τα παλιωμένα από φθορά μικρά δισάκια του σακακιού έμεναν κούφια και άδεια . Με βλέμμα κριτή ο μικροσκοπικός άνθρωπος του φώναξε .
Περάστε έξω κύριε . Ο γέροντας άρχισε να παραμιλά ζητώντας του να τον αφήσει
να πάει στο χωριό να δει τα εγγόνια του . Οι δυο κυρίες κοιτώντας η μια την άλλη έδειχναν τον οίκτο τους σε εκείνο το γεροντάκο ψιθυρίζοντας .. τι κρίμα
Ο Ισμαήλ θύμωσε , έβαλε το χέρι στο παντελόνι βγάζοντας κάποια χαρτονομίσματα .. φωνάζοντας με τα σπασμένα του Ελληνικά ,τι κάνει ; πόσο το εισητήρι ..
Ο Ελεγκτής του απάντησε και βλέποντας τα χρήματα του έκοψε ένα καινούργιο εισιτήριο.
Τα βουρκωμένα μάτια του γέροντα και τα απλωμένα χέρια του έκαναν μια αγκαλιά τον Ισμαήλ . Εκείνος απλώνοντας τα νεανικά φτερά του .. είπε μόνο .. αι παππού.
Το τρένο ξεκίνησε το ίδιο και ο προορισμός στη ζωή .
Άλλες γλώσσες μα ίδιοι χτύποι ,άλλες πατρίδες μα ίδιο το όνειρο για ένα καλύτερο αύριο .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου