Κουράστηκα τόσο ..
με τρομάζει τούτη η προσεχώς συνήθεια του γκρίζου
κι αυτό το φουλάρι της θλίψης γύρω απ το λαιμό μου
με πνίγει σαν κόμπος μιας άγριας δίνης
Δραπετεύω.. λυγίζω το κελί του εντός μου
κλειδώνω τις σκέψεις αποχαιρετώντας τις με ένα φιλί
στο ντουλάπι του νου μου ψελλίζω ένα ‘’ αύριο πάλι ‘’
κι αναζητώ την ζεστασιά γυρεύω το ξαποστάσι μου
κλείνω τα μάτια τρυπώνω ανάμεσα
στις ασημόλευκες φτερούγες σου
η θαλπωρή σου μια αιώρα που καθώς με κουνά
νανουρίζει το χρόνο μου
η αυλή σου γεμάτη φωτισμένες φωλιές
όλες στην αγκαλιά τους κρατούν μια ψυχή
σαν βρέφη τυλιγμένα με την πάνα του ουρανού
διαπερνά το είναι μου μια μελωδία
δεν ξέρω από πού ξεπήδησε η πρώτη της νότα
ίσως από κεινο τα άστρο που στροβιλίζονταν
χορεύοντας το χορό της γλυκιάς μοναξιάς
με ένα σιγοψιθύρισμα που καλούσε
τις φωνές να ενωθούν μοιράζοντας αναπνοές
τι όμορφα ! τραγουδά η σιωπή
κι αυτά τα λόγια μικρές αύρες που ζώνουν
με το αγέρι τους το κορμί μου
ξυπνούν τα κύτταρα κι αναπνέουν γαλήνη
λευτερο το βλέμμα μου κεντά το απέραντο
ανατέλλει στο ατέρμονο δώμα του όλου
χάνεται στους κήπους των αισθήσεων
μεθώντας απ τη μυρωδιά φρεσκοκομμένου βασιλικού
αγγίζοντας το μίσχο απ το αγιόκλημα
νοιώθω την ψυχή μου να σπάει τη σάρκα
να ξεκλειδώνει την πύλη της καρδιάς
θέλει να περπατήσει ολόγυμνη στα χνάρια της σιγής
να αφεντέψει σαν κυρά στης νύχτας τ’ ακρογιάλι
βουτά τα πέταλα της στη δροσερή άμμο της νηνεμίας
κι αφήνει τις λέξεις με μια απαλή βροχή
σκορπούν τα βελουδένια χάδια της στο στρώμα
λάμψεις από μια αστραπή γητεύουν τη ματιά
που σέρνει στο υφαντό σου κείνο που οι πούλιες μάγεψαν
κι οι στιγμές το ντύσαν να μένει στο πλευρό σου
αχνή η μιλιά της και το χαμόγελό σου είναι εκεί
σαν ένα ρούχο ασημόσκονης απ τη μορφή σου
ανοίγεις το δισάκι σου ευλαβικά μαζεύεις τους σπόρους της
ξεδιπλώνεις το φόρεμα της αλήθειας κι η ανάσα σου
μια πιρόγα που πλέει σ αλαφροΐσκιωτο κανάλι με νούφαρα
ταξιδεύω στον κόσμο σου στην ομορφιά της ύπαρξης σου
απλώνεις το δίχτυ σου κι όλα γύρω ζωγραφίζουν
τα όνομα σου ‘’ Φεγγάρι ‘’ μου ακριβό μαργαριτάρι μου !
με τρομάζει τούτη η προσεχώς συνήθεια του γκρίζου
κι αυτό το φουλάρι της θλίψης γύρω απ το λαιμό μου
με πνίγει σαν κόμπος μιας άγριας δίνης
Δραπετεύω.. λυγίζω το κελί του εντός μου
κλειδώνω τις σκέψεις αποχαιρετώντας τις με ένα φιλί
στο ντουλάπι του νου μου ψελλίζω ένα ‘’ αύριο πάλι ‘’
κι αναζητώ την ζεστασιά γυρεύω το ξαποστάσι μου
κλείνω τα μάτια τρυπώνω ανάμεσα
στις ασημόλευκες φτερούγες σου
η θαλπωρή σου μια αιώρα που καθώς με κουνά
νανουρίζει το χρόνο μου
η αυλή σου γεμάτη φωτισμένες φωλιές
όλες στην αγκαλιά τους κρατούν μια ψυχή
σαν βρέφη τυλιγμένα με την πάνα του ουρανού
διαπερνά το είναι μου μια μελωδία
δεν ξέρω από πού ξεπήδησε η πρώτη της νότα
ίσως από κεινο τα άστρο που στροβιλίζονταν
χορεύοντας το χορό της γλυκιάς μοναξιάς
με ένα σιγοψιθύρισμα που καλούσε
τις φωνές να ενωθούν μοιράζοντας αναπνοές
τι όμορφα ! τραγουδά η σιωπή
κι αυτά τα λόγια μικρές αύρες που ζώνουν
με το αγέρι τους το κορμί μου
ξυπνούν τα κύτταρα κι αναπνέουν γαλήνη
λευτερο το βλέμμα μου κεντά το απέραντο
ανατέλλει στο ατέρμονο δώμα του όλου
χάνεται στους κήπους των αισθήσεων
μεθώντας απ τη μυρωδιά φρεσκοκομμένου βασιλικού
αγγίζοντας το μίσχο απ το αγιόκλημα
νοιώθω την ψυχή μου να σπάει τη σάρκα
να ξεκλειδώνει την πύλη της καρδιάς
θέλει να περπατήσει ολόγυμνη στα χνάρια της σιγής
να αφεντέψει σαν κυρά στης νύχτας τ’ ακρογιάλι
βουτά τα πέταλα της στη δροσερή άμμο της νηνεμίας
κι αφήνει τις λέξεις με μια απαλή βροχή
σκορπούν τα βελουδένια χάδια της στο στρώμα
λάμψεις από μια αστραπή γητεύουν τη ματιά
που σέρνει στο υφαντό σου κείνο που οι πούλιες μάγεψαν
κι οι στιγμές το ντύσαν να μένει στο πλευρό σου
αχνή η μιλιά της και το χαμόγελό σου είναι εκεί
σαν ένα ρούχο ασημόσκονης απ τη μορφή σου
ανοίγεις το δισάκι σου ευλαβικά μαζεύεις τους σπόρους της
ξεδιπλώνεις το φόρεμα της αλήθειας κι η ανάσα σου
μια πιρόγα που πλέει σ αλαφροΐσκιωτο κανάλι με νούφαρα
ταξιδεύω στον κόσμο σου στην ομορφιά της ύπαρξης σου
απλώνεις το δίχτυ σου κι όλα γύρω ζωγραφίζουν
τα όνομα σου ‘’ Φεγγάρι ‘’ μου ακριβό μαργαριτάρι μου !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου