Σιγά σιγά μάθαινα να μιλώ μουντζουρώνοντας ένα λευκό χαρτί
ή πατώντας σιγανά στα χνώτα μιας κίτρινης περγαμηνής
Καμιά φορά λέω να μαζέψω τα σωθικά τους και να τα ρίξω στη θάλασσα
Ύστερα πάλι χτίζω ένα γιοφύρι να τα σκεπάζει μη και τα παγώσει ο άνεμος
Λένε πως ο ποιητής ονείρατα φτιάχνει μα παίζουν παιδιά δίχως μπαλόνια ;
Λένε πως ζωγραφίζει το μυαλό του μα υπάρχει πινέλο δίχως φλέβες;
Λένε πως ερωτεύεται τα πουλιά και τα άνθη μα αρνήθηκε ποτέ κανείς την ομορφιά;
Λένε πως άψυχα στεριώνει τα φτερά μα άραγε υπάρχει πέταγμα χωρίς καρδιά;
Λένε πως η αγάπη του δεν έχει μορφή να νιώσαν άραγε ποτέ πως αγαπάει η ψυχή
Λένε πως στον ύπνο του οι μούσες γράφουν μουσική
μα βλέπει κανείς άλλος ότι μονάχος του εχει δει;
Λένε και τι δε λένε κι ανοίγουν ουρανοί
κι αρχίζει η λίμνη να γελά κι ο βάτραχος να χει φτερά
πετρώνουν τα νερά στη στάλα της βροχής
κι ουράνιο τόξο απαντά πως γέρνει η άμαξα αμαξά.
Άμοιρε ποιητή ποιος τη στιγμή σου να χει βρει!
Τίποτε το σπουδαίο οι λέξεις μου πεντόβολα σε χέρια παιδικά ,
μαζεύουν χαμομήλι να δένει η ρίζα με χτένι του μίσχου τα μαλλιά
Μα να είναι που όπου κι αν πάω τα λόγια που απ το στέρνο έχουν γεννηθεί
με κόκκινη φασκιά που ανένταχτα κυλά στου ήλιου το πηγάδι να προφυλάξει τα νερά
μένουν μαζί σου σε φτάνουν εκεί που δε φτάνω, φέρνουν στα μάτια σου φιλί
γλύκα κι αρμύρα η πηγή. Πετούν του πέταλου αερικό και δεν σ αφήνουν μοναχό
Είναι που όπου βρεθείς κι όπου βρεθώ
στο στόμα τους με ένα ρόδο σου κελαηδούν το ''σ αγαπώ ''
ή πατώντας σιγανά στα χνώτα μιας κίτρινης περγαμηνής
Καμιά φορά λέω να μαζέψω τα σωθικά τους και να τα ρίξω στη θάλασσα
Ύστερα πάλι χτίζω ένα γιοφύρι να τα σκεπάζει μη και τα παγώσει ο άνεμος
Λένε πως ο ποιητής ονείρατα φτιάχνει μα παίζουν παιδιά δίχως μπαλόνια ;
Λένε πως ζωγραφίζει το μυαλό του μα υπάρχει πινέλο δίχως φλέβες;
Λένε πως ερωτεύεται τα πουλιά και τα άνθη μα αρνήθηκε ποτέ κανείς την ομορφιά;
Λένε πως άψυχα στεριώνει τα φτερά μα άραγε υπάρχει πέταγμα χωρίς καρδιά;
Λένε πως η αγάπη του δεν έχει μορφή να νιώσαν άραγε ποτέ πως αγαπάει η ψυχή
Λένε πως στον ύπνο του οι μούσες γράφουν μουσική
μα βλέπει κανείς άλλος ότι μονάχος του εχει δει;
Λένε και τι δε λένε κι ανοίγουν ουρανοί
κι αρχίζει η λίμνη να γελά κι ο βάτραχος να χει φτερά
πετρώνουν τα νερά στη στάλα της βροχής
κι ουράνιο τόξο απαντά πως γέρνει η άμαξα αμαξά.
Άμοιρε ποιητή ποιος τη στιγμή σου να χει βρει!
Τίποτε το σπουδαίο οι λέξεις μου πεντόβολα σε χέρια παιδικά ,
μαζεύουν χαμομήλι να δένει η ρίζα με χτένι του μίσχου τα μαλλιά
Μα να είναι που όπου κι αν πάω τα λόγια που απ το στέρνο έχουν γεννηθεί
με κόκκινη φασκιά που ανένταχτα κυλά στου ήλιου το πηγάδι να προφυλάξει τα νερά
μένουν μαζί σου σε φτάνουν εκεί που δε φτάνω, φέρνουν στα μάτια σου φιλί
γλύκα κι αρμύρα η πηγή. Πετούν του πέταλου αερικό και δεν σ αφήνουν μοναχό
Είναι που όπου βρεθείς κι όπου βρεθώ
στο στόμα τους με ένα ρόδο σου κελαηδούν το ''σ αγαπώ ''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου