Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

Στοιχειωμένο σπίτι

Μια τελευταία μάτια στις γωνιές του σπιτιού 
Άνοιξα το σεντούκι να δω τα λάθη 
κανένα δεν έλειπε άλλα μαραμένα , νεκρά 
απ την πληρωμή του χρόνου 
κι άλλα νωπά να ζητούν το μερτικό τους 
Κουδούνιζαν στις τσέπες βαλάντια καρδιάς
εξόφληση ζητούσαν .
Άφησα στα χέρια και τις τελευταίες δεκάρες 
έτσι κι αλλιώς γυμνά πια θα βάδιζα .
Πόση καταχνιά πως μου λειψε το φως 
Περπατώντας τόσο στις καταιγίδες 
πως ξέχασα το δροσερό φιλί της θάλασσας
Σκέπασα τα λάθη μου θα σας θυμάμαι είπα 
ευχαριστώ γιατί με μάθατε να ψάχνω άλλο δρόμο.
Μάζεψα τους φόβους μου απ το πάτωμα 
αρκετά τους μήνυσα και με ένα μπορώ 
στο χρονοντούλαπο τους κλείδωσα 
πετώντας το κλειδί στον άνεμο 
Είδα τη δρασκελιά μου  πόσο είχε μεγαλώσει 
κι ας πέρασαν μονάχα λίγα χρόνια 
Επιτέλους μου φώναξε μετέωρη ξεφλούδιζα τις μέρες 
Γέλασα με τα λόγια της πόσο δίκιο ειχε 
Το πιο μεγαλο βήμα πόσο μικρά το μέτρησα
Οτι κρατούσα στα χερια του χρόνου μια καρδιά 
και μια φέτα ήλιου μη και πνιγώ στο σκοτάδι 
Τελικά πόση δύναμη εχει μια φέτα 
καρπούζι που ατελείωτα αιματώνει την αορτή 
μη και σωπάσει σε μια ακίνητη στιγμή 
Τα ρούχα μου κρεμασμένα στο πόμολο 
μιας ντουλάπας με αναμνήσεις 
Άνοιξα για λίγο να δω .. πως τρόμαξα 
αραχνιασμένα τα χρώματα μου σκουντούσαν ιστούς
απλώνοντας μου το χέρι να τα τραβήξω απ το βυθό
Δυο δάχτυλα και στήριξαν το δοκάρι της γέφυρας 
Ξέφυγαν .. ξέφυγαν χοροπηδώντας πάνω μου 
σαν μικρές πιρουέτες που χαίρονταν το φουρό του χορού
Ξύπνησα τα όνειρα σηκωθείτε είπα καιρός να αγκαλιαστούμε 
Μια βαλίτσα μου ζέσταινε την παλάμη , διάλεξε έγραφε 
Ότι μου χρειαζόταν πια ήταν εκείνη η δρασκελιά 
να μου θυμίζει να μην ξεχνώ το βάδισμα 
και τα μικρά μου χρώματα να παίξουν στην παλέτα 
του γυρισμού μου στον πίνακα της ζωής 
Ετούτες οι αποσκευές μου για το ταξίδι στο άγνωστο
Τώρα πια ήξερα πως ειναι να φτιάχνεις το φως 
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και βγήκα 
απ το στοιχειωμένο..εντός μου σπίτι 
Κι εχει τόσες ηλιόπετρες ο δρόμος !





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου