Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

Άρνηση

Πάψε πια μη μιλάς
πάψε δεν θέλω να σ ακούω
Πόσες φορές έχασα τα μάτια μου
εξ αιτίας σου
κλείστηκα στο πάτο του σκοταδιού
μην ουρλιάξω και μ ακούσει ο άνεμος
Βυθίστηκα σε ένα ξερό λιμάνι
περιμένοντας .. περιμένοντας
ένα και μόνο καράβι
Ηλίθια δεν μ άφηνες να δω πως ήταν
ένα άδειο σκαρί που μόνο πανιά ανέμιζε
να μαζεύει τις μέλισσες
Ένας βελονιστής φιδιού καιρός
που ρούφαγε το μέλι
πετώντας την κηρήθρα
Κι εγώ σ άκουγα
σ άκουγα και σε πίστευα
Εσένα και τις λεπτές μεμβράνες σου
μέχρι που κάηκα απ το σφυγμό του ήλιου
κόπηκα απ τη ζωή ζητώντας το θάνατο
αφυδατώθηκα απ την προσμονή της βροχής
Φταίω ναι ξέρω φταίω
Σ άφησα να βαδίζεις πρώτη και ξέχασα το νου
Σε τσάκισαν αγρίμια που κομμάτιαζαν
τη σάρκα σου πουλώντας τη στη αγορά
για ένα τραγούδι ηδονής
για μιας ώρας τα υγρά
Μια στάλα νερό μου έμεινε
να θυμίζει ξοδεμένα δάκρυα
άσβηστες χαρακιές
Μη μιλάς άλλο γαλήνεψε
συγχώρεσα και σε έλουσα σε καθάριο νερό
Μη μιλάς άλλο σώπασε ψυχή μου
Στο υπόσχομαι
δε θα τους μοιάσω!



Παρουσία

Δεν θα με δεις 
σκόρπια να ψάχνω
βότσαλα της αυλής
κρατώ του αέρα 
τα φτερά
κι έμαθα να μοιράζομαι 
να παίρνω κείνο 
που χρωστώ
να δένω στο σεντούκι 
αμέθυστο , 
άρωμα από λεβάντα
να ψιχαλίζω το κενό 
γέμισμα να χει ουρανό !

Παγωνιά

Πως 
βολευτήκαμε έτσι
σε ένα φιλί σιγής 
και κρύψαμε
στην αγκαλιά
τόση φυγή ζωής!