Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

Πόσοι τάχα νομίζαν

Σε μια άνοιξη νόθα ψάχνεις στάχυα αυγής
γεννημένη στ αμπάρι περασμένου καιρού
στο μετά σου κουβαλάς δυο σπόρους ζωής
να φυτέψεις τον ήλιο χρυσαφένιου βολβού

πόσοι τάχα νομίζαν πως σε ειχανε μάθει

χαραγμένοι οι δρόμοι στο βυθό των ματιών
μα η άμυνα σου των χρωμάτων τα πάθη
κι ένα γέλιο να σώνει τις πηγές των ευχών

στο σταθμό σου βαδίσαν τρίαινες μιας ουλής

σεργιανίσαν ανταύγειες μολυβένιας στιγμης
τραγουδούσες στ αγέρι μιας μικρής αμυχής
οδηγούσες τις νότες σε καρνάγιο ψυχής

πόσοι τάχα πως σε είδαν νομίζαν

κρεμασμένη μαρκίζα στο δικό τους νυχτέρι
να κρατάς ότι εκείνοι χρόνια γκρεμίζαν
να φορτώνεις το κρίμα στο δικό τους μαχαίρι

μια ειρωνεία μονάχα σε κοιτάει βαθιά

κι είναι εκείνη που πάντα σε κρατά σταθερά
το βιός σου όλο αγάπη πουχει νοιώσει η καρδιά
κι απλόχερα αφήνει να γλιστρά στα νερά

κι εσύ που νομίζεις πως σε εμένα εσένα κοιτάς

στα δικά μου αγγεία χτυπάς μα εσύ πολεμάς
κι αν εμένα νε χάσω μην τρομάξεις φτάνει μόνο να δεις
το δικό σου τ αχνάρι για να ρθεις να με βρεις!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου